Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΜΙΑΣ ΕΝΤΕΛΩΣ ΝΕΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ -- τοῦ Νεκταρίου Δαπέργολα, Διδάκτορος Ἱστορίας


Ἡ πατρίδα μας διέρχεται σήμερα μια τρομακτική πολιτική, οἰκονομική καί κοινωνική κρίση, πού στήν πραγματικότητα βέβαια δέν εἶναι παρά ἁπλῶς ἡ πιό ὁρατή πλευρά μιᾶς βαθύτατης πνευματικῆς παρακμῆς, ἡ ὁποία ἔρχεται νά σφραγίσει μία μακρά περίοδο εὐτέλειας, ἱστορικῆς ἀμνησίας, πολιτισμικῆς διάβρωσης καί ἠθικῆς καταρράκωσης. Μιά περίοδο σταδιακῆς ἀποσάθρωσης τῆς ἴδιας μας τῆς συλλογικῆς ἰδιοπροσωπείας και αὐτοσυνειδησίας, κατά τήν ὁποία, ἑκούσια ὑποταγμένοι στά σκύβαλα τοῦ ἀτερμάτιστου εὐδαιμονισμοῦ καί τῆς δυτικότροπης «ἐκσυγχρονιστικῆς» ὑστερίας, πετάξαμε στή χωματερή βιώματα, ἀξίες, παραδόσεις, ἰδανικά καί ὅλα ἀκόμη ὅσα μᾶς διαμόρφωσαν ὡς λαό καί μᾶς κράτησαν ζωντανούς σέ καιρούς χαλεπούς καί δύσβατους, σέ καιρούς ἀνέχειας, ξένης κατοχῆς, διωγμῶν καί δοκιμασίας. Ἡ σταδιακή ἀπονέκρωση τῆς ἱστορικῆς μας μνήμης καί κυρίως ἡ ἀπώλεια τῆς ζωντανῆς καί βιωματικῆς μας σχέσης μέ τήν Ὀρθοδοξία (πού δέν ἦταν ἁπλῶς μία «θρησκεία», ἀλλά τό ἴδιο το ἐσώτατο ὀξυγόνο τῆς ταυτότητάς μας, ἕνας συνολικός τρόπος ζωῆς, συμπεριφορᾶς καί συναντίληψης τῶν πάντων), γέννησαν ἤδη ἐδῶ καί πολλές δεκαετίες τά σπέρματα τῆς σύγχρονης ἐθνικῆς μας ψυχασθένειας καί τῆς συλλογικῆς ὑπαρξιακῆς μας σύγχυσης. Στό τέλος αὐτῆς τῆς διαδρομῆς, ἦρθε καί ἡ τραγική ἐπισφράγιση, μέ την περίοδο τῆς λεγόμενης Μεταπολίτευσης. Ἐδῶ καί 40 περίπου χρόνια ἐπιβλήθηκε σταδιακά στή χώρα μας –καί ἐν ὀνόματι μιᾶς... κάποιας προόδου καί ἑνός... κάποιου ἐκσυγχρονισμοῦ– τό ἀπόλυτο ξεχαρβάλωμα τοῦ παντός:
μία πλημμυρίδα ἀσύδοτου πλουτισμοῦ, πλήρους ἀτιμωρησίας, ἑλληνοφοβικῆς ὑστερίας, πολιτιστικῆς ἀσυναρτησίας, πολιτικῆς διαφθορᾶς, ἀδιάντροπης κλεπτοκρατίας, προκλητικῆς ἀναξιοκρατίας, ἐκκλησιαστικῆς ἐκκοσμίκευσης, ἐκποίησης κάθε ἀξίας, εὐτελισμοῦ ὅλων τῶν θεσμῶν. Ἄς θυμηθοῦμε τόν «ἐκδημοκρατισμό» (στην πραγματικότητα διάλυση) τοῦ στρατοῦ καί τῆς ἀστυνομίας. Τόν ἐκμαυλισμό τῆς Δικαιοσύνης. Τήν (μέσῳ ἀλλεπάλληλων νομικῶν μεταρρυθμίσεων) νομιμοποίηση τῆς κλεψιᾶς καί τῆς λεηλασίας τοῦ δημοσίου χρήματος. Τόν πλήρη εὐτελισμό τῆς λειτουργίας ἑνός πολιτεύματος, πού ἔχει ἐδῶ καί καιρό ἀποδειχθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου κίβδηλο καί μόνο κατ᾽ εὐφημισμόν δημοκρατικό. Καί κυρίως την ἀπολύτως ἐσκεμμένη καί μεθοδική προσπάθεια ἐκ μέρους τοῦ γηγενοῦς πολιτικοοικονομικοῦ συστήματος (δηλαδή μιᾶς δράκας ἐξωνημένων κολαούζων τῆς διεθνοῦς σιωνιστικῆς μεγαλοσυμμορίας) νά καταστρέψει ὅ,τι εἶχε ἕως τότε ἀπομείνει στόν ἑλληνικό λαό ἀπό πλευρᾶς ὀρθόδοξης πίστης, ἐθνικῆς συνείδησης καί ἱστορικῆς μνήμης. Στόν βωμό τοῦ ἀφελληνισμοῦ καί τῆς ἐκκλησιομαχικῆς παράνοιας κατομνύουν πλέον ἐδῶ και πολλά χρόνια ὅλα τά μεγάλα ΜΜΕ καί ἅπασα ἡ προβεβλημένη ἀπό αὐτά δῆθεν διανόηση, ἐνῶ πλέον τόν ἴδιο ρόλο παίζει δυστυχῶς μέ τρόπο ὁλοένα καί πιό ἀπροκάλυπτο καί ἡ ἴδια ἡ δημόσια ἐκπαίδευση, σέ ὅλες της ἀνεξαιρέτως τίς βαθμίδες. Καί ἀφοῦ ἡ χώρα ἀπονευρώθηκε καί εὐνουχίστηκε πνευματικά, ἦρθαν ἐν τέλει καί οἱ ταφόπλακες τῶν μνημονίων καί τῆς ἀθρόας λαθρομετανάστευσης (δηλαδή τῆς προϊούσας ἰσλαμοποίησης τοῦ τόπου μας) γιά να ἐπιστεγάσει καί ὑλικά –μέσῳ τῆς οἰκονομικῆς καταστροφῆς, τῆς κοινωνικῆς διάλυσης, τῆς δημογραφικῆς συρρίκνωσης καί τῆς ἐθνικῆς ὑποδούλωσης– τη θανατική της καταδίκη. Ἔτσι σήμερα ἡ πατρίδα μας δείχνει μοιραῖα πιά νά βουλιάζει μέσα στήν πιο ζοφερή ἀπόγνωση. Στερημένη πλέον ἀπό τά βασικώτερα δομικά στοιχεῖα τῆς ταυτότητάς της, παραλυμένη ἀπό την ἱστορική ἀμνησία, ἀποξενωμένη ἀπό τίς ἀξίες της, σέ πλήρη ἀποστασία ἀπό τον Θεό ἀλλά καί ἀπ᾽ τόν ἴδιο τόν ἐσώτατο ἑαυτό της, ἐπιδέξια χειρουργημένη ἐπί χρόνια πάνω στό κρεβάτι τοῦ Προκρούστη μέ τό νυστέρι τῆς δανεικῆς εὐμάρειας καί τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ, πού ἀποστέγνωσαν μέσα μας κάθε ἔννοια πνευματικῆς ἰσορροπίας καί ἐθνικῆς ἀξιοπρέπειας, κυριεύεται πλέον ἀπό ἄγχος, κατάθλιψη καί πανικό καί ὁδηγεῖται - μᾶλλον φυσιολογικά ὑπό αὐτές τίς συνθῆκες– στήν ἀπελπισία, τώρα πού ἡ εὐδαιμονία τῆς χλιδῆς ἀπομακρύνθηκε πιά ὁριστικά ἀπό τά μάτια της. Μετά ἀπό τόσα χρόνια πνευματικῆς παρακμῆς, παρασιτισμοῦ, χυδαιότητας καί εὐτέλειας, δείχνει νά ξυπνᾶ ἀπότομα ἀπό την ἀποχαύνωση στήν ὁποία εἶχε περιέλθει, καί διαπιστώνει μέ τρόμο, πώς ἔχει φτάσει πιά στόν πάτο. Μπροστά στήν κατάρρευση, πού ἐπίκειται (καί τήν ὁποία τίποτε αὐτή τή στιγμή δέν δείχνει ἀνθρωπίνως ἱκανό νά τήν ἀνακόψει), καί καθώς ἡ πατρίδα μας σύρεται ὡς «πρόβατον ἐπί σφαγήν» πρός τόν ὁλοκληρωτικό πολιτισμικό, δημογραφικό καί οἰκονομικό ἀφανισμό κάτω ἀπό τή μπότα τῶν ξένων ἐπιβητόρων της καί τῶν ντόπιων τοποτηρητῶν τους, εἶναι φανερό ὅτι ὅσες ὑγιεῖς δυνάμεις ἔχουν ἀπομείνει πλέον ζωντανές στόν τόπο μας πρέπει νά ἐγερθοῦν καί νά δράσουν μέ ἀποφασιστικότητα γιά τή σωτηρία του. Οἱ πάσης φύσεως ἕως τώρα ἡγεσίες καί ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ ὑπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις, ρημαγμένες ἀπό τή φαυλότητα καί την ἰδιοτέλεια, εἶναι φανερό πώς εἶναι εἴτε ἀπρόθυμες εἴτε ἀνίκανες νά ἀνασχέσουν τήν ἐπερχόμενη καταστροφή. Καί τόση ἀπελπισία γεννᾶ πλέον ἐδῶ καί χρόνια στόν λαό ἡ διαιωνιζόμενη ὕπαρξή τους, πού δυστυχῶς τόν ὠθεῖ σέ ἀκραῖες ἐπιλογές ἀντίδρασης, μέσα κυρίως ἀπό τη στήριξη σχημάτων, πού ἀποτελοῦν εἴτε μηδενιστικά καί ἑλληνοφοβικά ἀνεμομαζώματα εἴτε φασιστικούς συρφετούς πατριδοκάπηλης χυδαιότητας. Πρόκειται καί στίς δύο περιπτώσεις γιά ἀποτρόπαια προσωπεῖα τῆς ἴδιας ἀκριβῶς πνευματικῆς μας παρακμῆς. Καί κατά βάθος ὅλοι τό γνωρίζουν (ἀκόμη καί οἱ –ἐλέῳ ἀνυπαρξίας κάποιας ἀξιόπιστης ἐπιλογῆς– ὄψιμοι ψηφοφόροι καί ὑποστηρικτές τους) ὅτι τέτοιου εἴδους σχηματισμοί ἀποτελοῦν ἕνα ἀκόμη σύμπτωμα τῆς ἀρρώστιας –καί πάντως κατά κανένα τρόπο τή θεραπεία της. Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους ἀποτελεῖ σήμερα –περισσότερο ἀπό ποτέ ἐπιτακτική ἀναγκαιότητα ἡ ἐμφάνιση μιᾶς μαζικῆς, δυναμικῆς κίνησης και ἑνός νέου πολιτικοῦ φορέα, πού θα ἔχει τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά σέ σχέση μέ τό ὑπάρχον πολιτικό σκηνικό. Ἑνός φορέα πού θά ξεπεράσει ἐντελῶς τίς ἀνούσιες καί παρωχημένες «ἀριστερές» καί «δεξιές» ἐτικέτες καί τίς διχαστικές πομφόλυγες τῶν κομματικῶν μαντριῶν. Ἑνός φορέα πού θα ἀνατρέψει συθέμελα τό σάπιο πολιτικό κατεστημένο καί θά δρομολογήσει τίς διαδικασίες γιά τήν ἔξοδο τῆς πατρίδας ἀπό τήν ξένη κατοχή, ἀλλά καί για τή σωτηρία της ἀπό τόν θανάσιμο νέο-ὀθωμανικό κίνδυνο. Ἑνός φορέα πού θά ὁραματισθεῖ καί θά ἐργαστεῖ γιά την ἀναγέννηση τῆς Ἑλλάδας, μέσα ἀπό την ἐπανασύνδεση μέ τίς παραδοσιακές ἀξίες της. Ἑνός φορέα πού θά ἐντρυφήσει σέ αὐτές τίς ἀξίες ὄχι ὡς κάτι στατικό καί μουσειακό, ἀλλά ἀναγεννώντας συγχρόνως καί τήν πάλαι ποτέ ἱκανότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ νά μετουσιώνει προοδευτικά καί νά ἀνακαινίζει δημιουργικά. Ἑνός φορέα πού θά βασιστεῖ πραγματικά στό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας και τά ἰδεώδη τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί δέν θα τά καπηλευτεῖ ἁπλῶς γιά ἐπικοινωνιακούς λόγους, ὅπως πράττουν πάλι ἐσχάτως κάποιοι τεχνητά νεκραναστημένοι ἐπαγγελματίες χριστιανοκάπηλοι ἑλλαδέμποροι. Ἑνός φορέα πού θά ἐπιδιώξει τό τέλος τοῦ παρασιτισμοῦ, τή δημιουργία ὑποδομῶν πρωτογενοῦς παραγωγῆς στόν οἰκονομικό τομέα, ἀλλά καί την ἀξιοποίηση τῶν ἄφθονων πλουτοπαραγωγικῶν πηγῶν τῆς χώρας, πρός ὄφελος ὅμως τοῦ λαοῦ της καί ὄχι τῶν ξένων συμφερόντων. Ἑνός φορέα πού πρέπει νά στελεχώνεται ἀπό νέα, καθαρά και ἄφθαρτα πρόσωπα καί στόν ὁποῖο χωροῦν ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἕλληνες πού νιώθουν πόνο καί ἀγωνία γιά τό μέλλον τῆς πατρίδας, ἀλλά κανείς (μά ἀπολύτως κανείς) ἀπό ὅσους ἄσκησαν μέχρι τώρα ὁποιαδήποτε μορφή διοίκησης και ἐξουσίας, ὅσους λέρωσαν ἔστω καί ἔμμεσα τά χέρια τους μέσα στό παιχνίδι τῆς συναλλαγῆς. Ἔρχεται λοιπόν ἡ ὥρα τῆς κινητοποίησης, τῆς συστράτευσης καί τῆς πραγματικῆς ἀντίστασης στά σχέδια τῶν ὀλετήρων τῆς πατρίδας. Ἤδη μάλιστα ἔχει χαθεῖ ὑπερπολύτιμος χρόνος. Την ὥρα πού ὅλα γύρω μας καταρρέουν με πάταγο, τή στιγμή πού ὁ τόπος μας, οἱ μνῆμες μας, οἱ ζωές μας οἱ ἴδιες καταστρέφονται καί ξεπουλιοῦνται, κανείς πραγματικός Ἕλληνας δέν ἔχει πιά τό δικαίωμα νά παραμένει ἀπαθής καί ἀνενεργός.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ.


Ιωάννης Κ. Νεονάκης

Υπάρχει η υφέρπουσα αντίληψη ότι οι ορθόδοξοι αποτελούν γενικώς ένα πολύ συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας, ότι είναι άνθρωποι που δεν θέλουν αλλαγές, «τακτοποιημένοι», άβουλοι, άοσμοι και αδρανείς. Χριστιανοί γλυκανάλατοι, χωρίς δυναμισμό και προσωπικότητα. Χωρίς «θέλω» και πρωτοβουλίες, χωρίς προοπτική και όραμα. «Ανθρωπάκια του Θεού», «ανέραστοι», σκυθρωποί, χωρίς χαρά, χωρίς δυνατότητα ούτε για το καλό, ούτε για το κακό. «Προβατάκια» στο μαντρί του κάθε καθωσπρεπισμού και της αποφυγής της κοινωνικής κριτικής. Άτομα με μιάν αγωνία ίσως μόνο να κερδίσουν ένα μεταφυσικό παράδεισο που ούτε και αυτοί οι ίδιοι δεν μπορούν να προσδιορίσουν. Άτομα εγκλωβισμένα στα δεσμά του κάθε κονφορμισμού.


Πολλά από αυτά ισχύουν και είναι αληθινά. Πολλοί ορθόδοξοι όντως εν πολλοίς έχουν εγκλωβιστεί σε μιαν αντίληψη χριστιανισμού δυτικού τύπου, σε μιάν «εύλογη», ορθολογική θρησκευτική διευθέτηση, σε μιαν προσωπική τακτοποίηση και μιαν ανέξοδη εσωτερική ηθική ισορρόπηση που τους βολεύει, σε έναν κομφορμισμό χωρίς βάθος. Καμιά φορά δε φτάνουν ακόμα και στο θλιβερό σημείο να χρησιμοποιούν και την «ορθοδοξία» ως πρόφαση για να δικαιολογήσουν στον εαυτό τους και στους άλλους τις δικές τους ολιγωρίες, αδράνειες και αδυναμίες.

Αυτά κατά την άποψη μου είναι απότοκα δύο μεγάλων στρεβλώσεων των δύο τουλάχιστον τελευταίων αιώνων: (α) της πλήρους καθυπόταξης της ορθόδοξης θεολογίας στον τρόπο αντίληψης και «θεολόγησης» της Δύσης και (β) στην υποβάθμιση και θεσμική καθυπόταξη της Εκκλησίας στο κράτος και στην εκάστοτε πολιτική αρχή και διακυβέρνηση. Με μια φράση: η ορθοδοξία απώλεσε τον πατερικό της προσανατολισμό και παράλληλα οι ταγοί της Εκκλησίας μετατράπηκαν σε απλούς κοινωνικούς συντελεστές. Αποτέλεσμα: η πλήρης εσωτερική αποδόμηση και απονεύρωση του ποιμνίου.
Όμως αυτά όλα δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τον πυρήνα της Ορθοδοξίας, με την ησυχαστική της καρδιά που ανατρέπει κάθε συμβατικότητα, και κάθε ταφόπλακα του κόσμου τούτου. Η Ορθοδοξία είναι μια τρέλα, μια «μωρία», μια «έκ-πληξη», μια σαλότητα, μια νηφάλια μέθη, ένα πήδημα στο κενό. «Έρχου και ίδε» χωρίς καμιά εξασφάλιση, είναι ένα μεγάλο ρίσκο. Με έναν Χριστό που ανατρέπει κάθε ενδεχόμενο και ανοίγει κάθε προοπτική. Με έναν δημιουργό των πάντων που γεννιέται σαν έσχατος⸱ που ανασταίνει σ’ αυτά τα χώματα και ανασταίνεται ενσάρκως και αυτός ο ίδιος⸱ που νικάει τον θάνατο και χαρίζει και σε μάς τη δική μας ένσαρκη ανάσταση σ’ αυτά τά χώματα⸱ που γκρεμίζει όλες τις κοσμικές ταφόπλακες και μάς χαρίζει «ζωή εν τάφω», το φως, την ειρήνη και τη χαρά του. Και πάνω απ’ όλα είναι αυτός που προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση. Είναι Θεός που γίνεται και άνθρωπος, ανοίγωντας και σε μάς τους ανθρώπους τη δυνατότητα της κατά Χάριν θεώσεως. Γίνεται ο πρώτος Θεάνθρωπος, ανοίγωντας και σε μάς το χορό της Θεανθρωπίας. Αυτός ο πρωτοκορυφαίος του χορού και μεις όλοι μαζί του. Σε έναν ατέλειωτο χορό, σε ένα ανέσπερο πανηγύρι. Αυτό είναι η Ορθοδοξία. Μια τρέλα, μια «πυρός φλόγα» που ανατρέπει κάθε «διευθέτηση» της φθοράς.
Τι σχέση έχει λοιπόν η Ορθοδοξία με την κάθε φθοροποιό συμβατικότητα; Η Ορθοδοξία καμία. Έμείς όμως οι ορθόδοξοι δυστυχώς έχομε πολλές. Αφεθήκαμε να απονευρωθούμε, να γίνομε χλυαροί και να περιφερόμαστε αγκαλιά με το κάθε κοσμικό φληνάφημα. Και αυτά αντί να προσλάβομε όπως θα έπρεπε την εποχή μας και τον κόσμο και να ζήσομε σήμερα και έντονα το ατέλειωτο πανηγύρι που μάς προσφέρεται ως δωρεά.
Η κάθε εποχή είναι η καλύτερη. Και η εποχή μας, αδέλφια ορθόδοξοι, είναι η δικιά μας εποχή και είναι η καλύτερη εποχή. Η Χάρις υπερπερισσεύει⸱ νέοι άγιοι ξεπετιούνται συνεχώς και ζούν ανάμεσά μας⸱ η Εκκλησία χάνει προοδευτικά το ρόλο του «βολεμένου» κοινωνικού συντελεστή και αναλαμβάνει τον πραγματικό σωτηριολογικό και αγιαστικό της ρόλο, μετανοώντας για τον εφάμαρτο εναγκαλισμό της με την εκάστοτε άγευστη φωτός κρατική διακυβέρνηση, απεκδυόμενη ενοχών δεκαετιών⸱ οι εθνικιστικές αγκυλώσεις αιώνων χάνουν το νόημά τους και αναδεικνύεται η οικουμενική προοπτική της Ορθοδοξίας⸱ ο Λαός του Θεού αποκτά συνείδηση του ενός ενιαίου σώματος σε οικουμενικό επίπεδο.
Και βεβαίως όλοι εμείς οι ορθόδοξοι, προαπελθόντες, συγκαιρινοί και μέλλοντες ελθείν είμαστε ένα ενιαίο ζων οντολογικό σώμα. Όμως εν ταυτώ ο καθένας από μάς διατηρεί την πλήρη του ελευθερία. «Αδιαιρέτως» μεν ως ενότητα σώματος, «ασυγχύτως» δε ως απόλυτη ελευθερία και ετερότητα.Και ο καθένας από μάς έχει την προσωπική του κλήση από τον Θεό, την άμεση προσωπική του σχέση με τον Θεό, τη μοναδική του πορεία και προοπτική, τη μοναδική του ευθύνη και εμπειρία. Και όλο το βίωμα και η εμπειρία ανήκουν και πλουτίζουν το σώμα.
Και όχι μόνο η Ορθοδοξία δεν επιβάλει συμβατικότητες χωρίς ουσία, αλλά επαινεί και προτρέπει το thinkingoutsidethebox. Επαινεί την … «καλήν απιστίαν του Θωμά». Ο Θωμάς δεν δεσμεύεται από καμιάν υποχρέωση και σύμβαση. Δεν πιστεύει τίποτα. Έχει το θάρρος και τα γκρεμίζει και τα αμφισβητεί όλα. Γίνεται καινοτόμος και έχει την πρωτόγνωρη εμπειρία της «ψαύσης», η οποία μετά γίνεται και δική μας εμπειρία. Ανοίγει νέους δρόμους και προοπτικές και γι’ αυτόν και για όλους εμάς, για όλο το σώμα.
Ο Παύλος αμφισβήτησε τις συμβατικότητες, συγκρούστηκε και ανέτρεψε τόσα. Και πάνω από όλα, αυτός ακριβώς που προέρχονταν από τον πιο σκληρό και φανατικό εθνικιστικό κύκλο, ανέτρεψε και διάλυσε καίρια και πλήρως την κλειστή, εθνικιστική αντίληψη χαρίζοντάς μας τη ζωντανή οικουμενική προοπτική της Ορθοδοξίας μας. Και η Εκκλησία χαίρεται και τιμά τον αμφισβητία, ρηξικέλευθο και καινοτόμο Παύλο.
Αδέλφια ορθόδοξοι, γιατί σκυθρωπάζομε, γιατί αφήνομε τις συμβατικότητες και τη θλίψη των κοσμικών φληναφημάτων να μάς καταβάλλει; Εμείς είμαστε που μπορούμε να αμφισβητήσομε και να ξεπεράσομε τα πάντα. Ακόμα και ας μην έχοντες τίποτα, τα κατέχομε όλα και είναι όλα δικά μας. Εμείς που ως σώμα και ως πρόσωπα είμαστε το άλας και η πνευματική προοπτική του κόσμου. Εμείς που μπορούμε να προσλάβομε και να θεραπεύσομε. Εμείς που καταφάσκομε και νοηματοδοτούμε τον κόσμο.
Θα πρέπει να είμαστε και όντως είμαστε περήφανοι που λεγόμαστε ορθόδοξοι και έχομε σήμερα, τώρα, αυτήν την στιγμή χαρά μεγάλη που είμαστε ορθόδοξοι. Που μπορούμε να παίρνομε μέρος και να συμμετέχομε σ’ αυτόν τον λυτρωτικό χορό, σ’ αυτήν την χαρά. Που μπορούμε να γίνομε και όντως είμαστε αυτό το ατελεύτητο και ανέσπερο πανηγύρι, και τώρα και πάντα. Όποιος άλλος θέλει ας έρθει και ας δεί. Οι πόρτες είναι πάντα ανοιχτές για όλους. Όποιος πάλι θέλει να μείνει στη φθορά της κάθε συμβατικότητας, να μείνει στην οντολογική οδύνη και στα μετανεωτερικά αδιέξοδα ας μείνει. Όλα καλά. Άφες αυτούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς. Να ξέρουν όμως πάντως, ότι το δείπνο της χαράς είναι δωρεάν και πάντες κλητοί και όλοι προσκεκλημένοι.
Η ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

      Ἂς δοῦμε μερικὰ στοιχεῖα που χαρακτηρίζουν τὴν προηγιασμένη θεία Λειτουργία καὶ τὶς δίνουν τὴν κατανυκτικὴ ἰδιαιτερότητα. Κατ’ ἀρχὰς εἶναι ὅπως εἴπαμε ἐσπερινὴ ἀκολουθία, ἔχει ἐσπερινὴ δομή, εἶναι ἐσπερινός. Ἔχει τὸν προιμιακὸ ψαλμό «Κύριε ἐκέκραξα…», στίχους καὶ τροπάρια, «Φῶς ἱλαρόν» καὶ ἀναγνώσματα. Μάλιστα διαβάζουμε μετὰ τὰ εἰρηνικὰ καὶ πρὶν τὸ «Κύριε ἐκέκραξα…» μία ὁμάδα ψαλμῶν που ὀνομάζεται κάθισμα. Ξέρετε ὅτι τὸ ψαλτήρι, οἱ 150 ψαλμοί που περιέχει, χωρίζονται σὲ 20 ὁμάδες, σὲ 20 ἑνότητες τὰ λεγόμενα καθίσματα. Στην προηγιασμένη διαβάζουμε τὸ 18ο κάθισμά που περιλαμβάνει τοὺς ψαλμοὺς, ἀπὸ τὸν 119ο ἕως τὸν 133ο. Αὐτοὶ οἱ ψαλμοὶ ἤταν ὠδὲς τῶν ἀναβαθμῶν, τοὺς ἔψαλαν δηλαδὴ σὰν λιτανευτικοὺς ὕμνους. «Εἰς οἶκον κυρίου πορευσόμεθα», «ἰδοὺ δὴ εὐλογεῖται τὸν κύριον… οἱ ἑστῶτες ἐν οἴκῳ κυρίου», «ἐν ταῖς νυξὶν ἐπάρατε τάς χεῖρας ὑμῶν εἰς τὰ ἅγια». Ἐνῶ διαβάζονται αὐτοὶ οἱ ψαλμοὶ, ὁ λειτουργὸς λαμβάνει τὸν ἅγιο ἄρτο που τὸν ἔχει φυλάξει στο ἀρτοφόριο ἀπό τὴν προηγούμενη Κυριακὴ, τὸν τοποθετεὶ στο δισκάριο καὶ τὸν μεταφέρει στην πρόθεση. Ὅλα αὐτὰ γίνονται χωρὶς ὁ ἱερεὺς να λέει τίποτα. Ὅλα ἔχουν εἰπωθεὶ στήν θεῖα Λειτουργία της Κυριακής. Παρόλο ὅμως που ἔχει ἐσπερινὴ δομή, εἶναι Λειτουργία. Αρχίζει μὲ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεῖα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματός» που εἶναι ἡ ἐνάρξῃ τῶν λειτουργιῶν καὶ τῶν μυστηρίων καὶ ὄχι μὲ τὸ «Εὐλογητὸς ὁ Θεός…» ποὺ ἀρχίζει ὁ ἐσπερινὸς καὶ οἱ ἄλλες ἀκολουθίες.
      Ἡ προηγιασμένη ἔχει ἀναγνώσματα ἀπό τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως ἔχουν καὶ οἱ πανηγυρικοὶ ἐσπερινοί. Μάλιστα οἱ προηγιασμένες τῆς πρώτης ἑβδομάδος τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστὴς καὶ τῆς μεγάλης ἑβδομάδος, μαζὶ μὲ τὰ παλαιοδιαθηκικὰ ἀναγνώσματα, ἔχουν καὶ εὐαγγελικά, λέγεται δηλαδὴ εὐαγγέλιο. Μετὰ τὰ ἀναγνώσματα καὶ πρὶν τὸ εὐαγγέλιο παρεμβάλλεται τὸ «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου…»  ποὺ τὸ ψάλουμε στην ἀρχὴ τοῦ ἐσπερινού. Αὐτὸ τώρα ψάλλεται σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ Πρώτου ἄλλα ἡ παλαιότερη παράδοση τὸ ἤθελε σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου. Κάποιοι λειτουργιολόγοι ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ «Κατευθυνθήτω» στή συγκεκριμένη θέση, μᾶλλον εἶναι κατάλοιπο κοινωνικοῦ ψαλμοῦ, ποὺ ψάλλουμε κατὰ τὴν προετοιμασία τῆς θείας Κοινωνίας. Νομίζω ὅμως ὅτι σ’ αὐτὴ τή θέση, περισσότερο σὰν προκείμενο τοῦ εὐαγγελίου, ἀντὶ ἀλληλουαρίων, μου ἀκούγεται, παρὰ σὰν κοινωνικό. Τὸ ὅτι δεν εἶναι κατάλοιπο κοινωνικοῦ ἀλλὰ προκείμενο εὐαγγελίου φαίνεται καὶ ἀπό τὸ γεγονὸς ὅτι συνδέεται μὲ θυμίαση, ἐνῶ στο κοινωνικὸ δεν ἔχουμε θυμίαση ἀφοῦ αὐτὴ γίνεται μετὰ τὴν θεία Κοινωνία.
      Αὐτό που κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση, εἶναι ὅτι ἡ θεία Λειτουργία τῶν προηγιασμένων δώρων διατηρεί τις δεήσεις ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων, τὰ λεγόμενα κατηχούμενα. Στήν σημερινὴ ἐποχή ἡ ἁπάλειψη, ἡ κατάργηση τῶν δεήσεων για τοὺς κατηχουμένους ἔχει δικαιολογία ὅτι «δεν ἔχουμε σήμερα κατηχουμένους στην ἐκκλησία καὶ γι’ αὐτὸ δεν ὑπάρχει λόγος να λέγονται τὰ κατηχούμενα». Αὐτὴ ἡ ἄποψη δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τήν θεία Λειτουργία τὴν προσφέρουμε μόνο για τοὺς παρόντες ἣ για ὅλο τὸν κόσμο; «τὸν σύμπαντα κόσμο»; Μέσα σ’ αὐτὸν εἶναι καὶ οἱ κατηχούμενοι. Θυμόμαστε τοὺς κατηχουμένους τῶν ἱεραποστολὼν καὶ δίνουμε τὸν ὀβολὸ μας για τὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή τήν στιγμή που χάσαμε τήν λατρευτικὴ εὐαισθησία μας καὶ καταργήσαμε, σβήσαμε τις εὐχὲς για τοῦς κατηχουμένους τῆς ἱεραποστολὴς, ἀπό τὴν θεία μας Λειτουργία, για να τὴν συρρικνώσουμε καὶ ἀπὸ οἰκουμενικὴ να τὴν κάνουμε κρατική, ἐπαρχιακή, δημοτική, τοπικὴ καὶ στή συνέχεια, λειτουργία ἰδιωτική. Τὰ κατηχούμενα πρέπει να λέγονται. Δηλαδὴ ἐπειδὴ δεν ἔχουμε σήμερα κατηχούμενους δεν θὰ λέμε κατηχούμενα; Μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸ θά που κάποιοι, «ὅταν δεν ἔχουμε πιστοὺς να κοινωνήσουν, δεν χρειάζεται να τέλουμε θεία Λειτουργία». Φυσικὰ για τὸ ὀρθόδοξο βίωμα, τέτοιες ἀριθμολογικὲς καὶ ποσοτικὲς ἀντιλήψεις εἶναι ἀπαράδεκτες. Ἀνεξάρτητα ἀπό τὸν ἀριθμὸ κατηχουμένων ἣ πιστῶν, ἡ ἐκκλησία ζει καὶ βιώνει τήν θεία Λειτουργία, τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴν εὐαισθησία για τοὺς κατηχούμενους διατηρεὶ ἡ λειτουργία τῶν προηγιασμένων.
      Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο μαζὶ μὲ τὰ κατηχούμενά που διατηρεὶ ἡ προηγιασμένη εἶναι οἱ δεήσεις «ὑπὲρ τῶν πρὸς τὸ φώτισμα εὐτρεπιζομένων». Οἱ «πρὸς τὸ φώτισμα εὐτρεπιζόμενοι» ἤταν οἱ κατηχούμενοι των οποίων τελείωνε ἡ μαθητεία τοὺς περί της πίστεως καὶ ἐτοιμαζόταν να βαπτισθοὺν τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Οἱ δεήσεις τῆς σρακοστιανὴς Λειτουργίας, γι’ αὐτούς που ἐτοιμαζόταν να βαπτισθούν, ἀποδεικνύει τὴν προβαπτισματικὴ σπουδαιότητά που εἶχε ἡ μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὴν ἀξία τῆς Τεσσαρακοστὴς ὡς προετοιμασίας για τὸ βάπτισμα. Αὐτὲς οἱ εὐχὲς τῶν πρὸς τὸ φώτισμα εὐτρεπιζομένων ἀρχίζουν καὶ λέγονται ἀπό τὴν τετάρτη ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς καὶ συγκεκριμένα ἀπό τὴν Τετάρτη τῆς Δ΄ ἑβδομάδος ἣ μεσονηστησίμου.
      Μετὰ τὰ κατηχούμενα εἶναι ἡ ὥρα  τοῦ Χερουβικού. Στην προηγιασμένη Λειτουργία ἀντὶ Χερουβικοὺ ψάλεται τὸ «Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν» σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ Δευτέρου. Αὐτὸς ὁ ὕμνος περικλείει ὅλο τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ὕφος τῆς προηγιασμένης, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται «θυσία μυστική» καὶ «τετελειωμένη». Ὁ Ἀμνὸς εἶναι ἤδη ἁγιασμένος. Καὶ εἶναι, καὶ ἔρχεται. Ἔρχεται σὲ ἐκπληρώσῃ τῆς προσδοκίας τῶν πιστῶν, «καὶ πάλιν ἐρχόμενον» ὅπως λέμε στο «Πιστεύω», «ὁ κύριος ἐγγύς», «ἔρχου κύριε». Αὐτὴ τήν μυστικότητα, τήν μυστηριακή τάση, δηλώνει τὸ κλείσιμο τῶν παραπετασμάτων, τῶν θυρῶν. Ἕνα μειονέκτημά που ἔχει αὐτὸ τὸ κλείσιμο τῆς Ωραίας Πύλης εἶναι ἡ δυσκολία τῆς άμεσης συμμετοχῆς τῶν πιστῶν. Ἴσως οφείλουμε να δοῦμε αὐτὸ τὸ κλείσιμο των Βημοθύρων ἐὰν πρέπει να ἐπιστρέψει στην θύρα τοῦ κυρίως Ναοῦ. Ἐκτὸς ἀπὸ «μυστικὴ», ἡ προηγιασμένη εἶναι καὶ «τετελειωμένη». Εἶναι δηλαδὴ ἑτοίμη, ολοκληρωμένη. Ἔχει γίνει ἡ Λειτουργία, δεν χρειάζεται τίποτε ἄλλο. Ὁ Χριστὸς εἶναι πάρων «πρὸς βρόσιν τοῖς πιστοῖς». Ὁ λειτουργὸς εἰσοδεύει τὸν Χριστὸ έχοντας καλυμμένο τὸ κεφάλι μὲ τὸν ἀέρα, τὸ ὕφασμα δηλαδὴ ἐκείνο που καλύπτουμε τὰ Τίμια Δῶρα, χωρίς να εκφωνεί κάτι, μόνο ψιθυρίζει τὸ «Δι εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν…».
      Μετὰ τὴν  εἴσοδο, μοιάζει σὰν να κόψαμε ἕνα κομάτι τῆς θείας Λειτουργίας ἀπό τὴν δεήση πρὶν τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ προσθέσαμε στην προηγιασμένη. Ἀκολουθεῖ τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Πρόσχωμεν τὰ προηγιασμένα ἅγια τοῖς ἁγίοις», η ἑτοιμασία, η θεία κοινωνία, η εὐχαριστία, κ.λ. Στο τέλος τῆς προηγιασμένης θείας Λειτουργίας ὑπάρχουν δύο στοιχεῖα που τῆς δίνουν ἰδιαίτερο σαρακοστιανὸ χρῶμα. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ ὀπισθάμβωνος εὐχή. Ὀπισθάμβωνο εὐχὴ στή θεία Λειτουργία εἶναι τὸ «Ο εὐλόγων τοὺς εὐλογούντας σὲ κύριε» κ.λ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀπισθάμβωνος εὐχή καὶ λέγεται ἔτσι διότι παλαιότερα που ὁ Άμβωνας, ἐκεῖ που λέει ὁ διάκονος τὸ εὐαγγέλιο, ἤταν στο μέσον τῶν ναῶν, ἡ εὐχὴ αὐτὴ διαβαζόταν πίσω, ὄπισθεν τοῦ ἄμβωνος καὶ ἔτσι ὀνομάστηκε «ὀπισθάμβωνος» εὐχή. Στην προηγιασμένη δεν λέμε για ὀπισθάμβωνο τὸ «ὁ εὐλόγων τοὺς εὐλογούντας σὲ κύριε…», ἀλλὰ αὐτήν που αναφέρει «Δεσπότα παντοκράτωρ ὁ πᾶσαν τὴν κτίσιν ἐν σοφίᾳ δημιουργήσας». Αὐτὴ λοιπὸν ἡ εὐχὴ ἀποτυπώνει ὅλο τὸν σκοπὸ τῆς σαρακοστιανὴς λατρείας. Γράφει η ευχή. «…παρασχοὺ καὶ ἡμῖν, Ἀγαθέ, τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἀγωνίσασθαι, τὸν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι, τὴν πίστιν ἀδιαίρετον τηρήσαι, τάς κεφαλὰς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλάσαι, νικητάς τε τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι, καὶ ἀκατακρίτως φθάσαι προσκυνήσαι καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν».

      Πρὶν τὸ «Δι’ εὐχῶν» διαβάζονται δυο ψαλμοὶ, ο 33ος «Εὐλογήσω τὸν κύριον ἐν παντὶ καιρῷ» καὶ ὁ 144ος «ὑψώσω σὲ ὁ Θεός μου». κατὰ τήν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεώς τους, γίνεται ἡ διανομὴ τοῦ Αντιδώρου. Στην θεία Λειτουργία τὸ ἀντίδωρο μοιράζεται ἀπό τὸν ἱερέα μετὰ την απόλυση, αφού δηλαδή τελειώσει, για να φύγουμε, ἐνῶ στην προηγιασμένη πρὶν τὸ τέλος, στή διάρκεια τῆς ἀκολουθίας. Καὶ ἀφοῦ λάβουμε τὸ ἀντίδωρο ἐπανερχόμεθα στην διατεταγμένη θέση μας ἕως τὸ «Δι’ εὐχῶν» καὶ μετὰ ἀποχωροῦμε. Να παρατηρήσουμε ἀκόμη ὅτι τὸ κατανυκτικὸ καὶ λιτὸ τῆς προηγιασμένης δεν ἐπιτρέπει συλλείτουργο, δηλαδὴ δεν λειτουργοῦν πολλοὶ ἱερεῖς μαζί. Τὴν προηγιασμένη τὴν τέλει ἔνας  ἱερεύς μὲ ἔναν διάκονο ἐὰν ὑπάρχει. Ἀκόμη καὶ ὁ ἐπίσκοπος τελεῖ τὴν προηγιασμένη μὲ ἔναν ἱερέα καὶ ἕνα διάκονο. Τὰ ἄμφια τῶν λειτουργῶν, τὰ καλύμματα καὶ τὰ παραπετάσματα εἶναι σκούρα, μελανοῦ χρώματος, πένθιμα. Στους ὀρθοδόξους ναούς που ἔχουμε χαρμολύπη συνηθίζονται τὰ μωβ ἣ μελιτζανιά, ἐνῶ καλὸν εἶναι να ἀποφεύγονται τὰ μαῦρα καλύμματα καὶ ἄμφια, να περιορίσουμε την χρήση του του μαῦρου χρῶματος, διότι δηλώνει ἀπόλυτο πένθος καὶ μᾶλλον εἶναι ξενόφερτο καὶ ὄχι ὀρθόδοξο. Φυσικὰ δεν γίνεται χρήση ἠλεκτρικῶν λυχνιῶν, δεν ἀνάβουμε ἠλεκτρικὰ φῶτα, οὔτε κάνουμε χρήση μεγαφώνων για να μην διαταράξουμε το κατανυκτικό ύφος που αρμόζει στην προηγιασμένη θεία Λειτουργία.

Απόσπασμα από το βιβλίο "ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟΝ ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ", σελ. 134 - 139.
– Τά ’μαθες, παππού; Ἀπὸ ’δῶ κι ἐμ πρὸς τὰ μαγαζιὰ θ’ ἀνοίγουν καὶ τὶς Κυριακές.
– Τί λές, παιδάκι μου, στύλωσε μὲ ἀπορία καὶ ἔκπληξη τὰ γεροντικά, θολωμένα ἀπ’ τὰ χρόνια μάτια του πάνω στὸν ἐγγονό του ὁ μπαρμπα-Δημητρός.

– Ναί, παππού, εἶναι ἀπόφαση τοῦ Ὑ πουργοῦ.
– Ἄλλο καὶ τοῦτο. Καὶ γιατί, μαθές, αὐτό; Πῶς τοῦ ’ρθε νὰ βγάλει τέτοια ἀπόφαση;

– Εἶναι νόμος τοῦ κράτους, παππού. Κάποιες Κυριακὲς τὸ χρόνο τὰ καταστήματα μποροῦν νὰ παραμένουν ἀνοιχτά, νὰ πηγαίνει ὁ κόσμος νὰ ψωνίζει.
– Δηλαδή, θὲς νὰ πεῖς, θὰ χτυπᾶ ἡ καμπάνα τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει γιὰ τὴν ἀγορά;

– Ἔ, κάπως ἔτσι…

Κούνησε τὸ κεφάλι του λυπημένος ὁ γέροντας. Χαμήλωσε κουρασμένο τὸ βλέμμα του, ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικός, κι ἔπειτα, χωρὶς νὰ τὸ σηκώσει πάλι, μονολόγησε:

– Δὲν πᾶμε καλά. Τὸ λέω ἐγώ. Θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός!

Καὶ βύθισε πιότερο τὸ κεφάλι στὸ στέρνο του.

– Παππού, θυμᾶσαι – τὸν ἔβγαλε ἀπ’ τὸν μελαγχολικό του βυθισμὸ ὁ ἐγγονός – θυμᾶσαι ποὺ ἐρχόμασταν μέρες Πάσχα στὸ χωριό, ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό, κι ἔτρεχα μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ ποιὸς θὰ χτυπήσει τὴν καμπάνα Μ. Παρασκευή, ὅλη τὴ μέρα πένθιμα, καὶ μετά, τὴν Ἀνάσταση…; Τί γινόταν τότε!… Ἔ, θυμᾶσαι;

– Ἄχ, καλό μου παιδί, ἐσὺ μόνο αὐτὸ θυμᾶσαι! Φυσικὸ εἶναι. Στὴν πόλη μεγάλωσες, δὲ νογᾶς τί θὰ πεῖ ὁ ἦ χος τῆς καμπάνας. Γιὰ μᾶς στὸ χωριὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ξέρεις τί ἦταν ἡ καμπάνα; Ὅλη ἡ ζωή μας μὲ τὴν καμπάνα κυλοῦσε. Θὲς χαρά, θὲς γάμος, θὲς πανηγύρι, θὲς θλίψη καὶ πένθος, κίνδυνος, φωτιά, μάζωξη τοῦ χωριοῦ στὴν πλατεία, ὅλα μὲ τὴν καμπάνα σημαίνουνταν. Μὲ τὴν καμπάνα τῆς ἐκ κλησιᾶς. Καταλαβαίνεις τί θὰ πεῖ αὐ τό; Ἡ ἐκκλησιὰ ἦταν ἡ μάνα μας, καὶ ἡ καμπάνα ἡ φωνή της. Ἔτσι τὴ νιώθαμε, γιόκα μου. Μιλοῦσε ὁ ἦχος της. Μὲ πιάνεις; Μιλοῦσε… Νά, τώρα δά, μοῦ ʼρθε στὴ σκέψη καὶ ὁ Παναής…

– Ποιὸς εἶπες, παππού;
– Ξέρεις τί θαῦμα ἔγινε μὲ δαῦτον τὸν ἄνθρωπο, παλληκάρι μου, μὲ τὴν καμπάνα; Σὰν τώρα θυμᾶμαι τὰ λόγια του, ποὺ μᾶς διηγιόταν στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ…
Ὁ Παναής, ποὺ λές, ἦταν φοβερὸς ἄνθρωπος. Ἀγρίμι σωστό. Ἀλειτούργητος καὶ ἀλιβάνιστος. Τσομπάνης πάνω στὸ βουνό, μὲ τὶς στάνες του καταγίνουνταν ὁλοχρονίς. Τὸ πόδι του εἶχε χρόνια ὁλόκληρα νὰ τὸ πατήσει στὴν ἐκκλησιά. «Δὲν πατάω ἐγὼ στὸ μαγαζὶ τοῦ παπᾶ», ἔλεγε. Δὲν ξέρω, κάτι, φαίνεται, παλιά, μιὰ παραξήγηση, κι οὔτε ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἤθελε νὰ περάσει, ἕνα σταυρὸ νὰ κάνει ὁ βλογημένος! Ἀλειτούργητος χρόνια καὶ ἀκοινώνητος, παιδί μου. Εἶχε ἀγριέψει τὸ πρόσωπό του. Κι ἀπ’ τὴν κοινωνία μέσα ξεχωρίστηκε, σάν – τί νὰ πῶ; – σὰν ἀφορεσμένος ἐκεῖ πὰ στὸ βουνό, ἀλάργα, στὶς στάνες…

Αὐτόν, ποὺ λές, τὸν Παναή, μιὰ μέρα τὸν εἴδαμε στὴν ἐκκλησιά. Κοιταχτήκαμε ἀναμεταξύ μας. Τί ἔπαθε ὁ Παναής; Τὸ κεφάλι χαμηλά, ἀξύριστο, ἄλουστο τὸ πρόσωπό του, κι οὔτε ποὺ τὸ σήκωνε μιὰ στάλα. Κάθισε σ’ ὅλη τὴ Λειτουργία καὶ μετὰ ἔφυγε σὰν κυνηγημένος. Καὶ τὴν ἄλλη φορὰ πάλι, καὶ πάλι. Πρῶτος στὴν ἐκκλησιὰ ὁ Παναής. Ἡμέρεψε τὸ πρόσωπό του. Γιὰ καιρὸ ὅμως δὲ μιλοῦσε. Μιλιά, σοῦ λέω. Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸ μᾶς βρῆκε στὴν πλατεία. Τὸν φωνάξαμε γιὰ καφὲ κι ἐκεῖ μᾶς τά ’πε ὅλα.

– Τί εἶπε, παππού;
– Σὰν τώρα θυμοῦμαι τὰ λόγια του: «Τί ’ναι αὐτὸ ποὺ μοῦ γίνηκε, ὠρὲ παιδιά; Δὲν μπορῶ νὰ τὸ γροικήσω. Μπορεῖτε σεῖς νὰ μοῦ τὸ ξηγήσετε; Ἤμαν, μαθές, πάνω κεῖ κι ἔβοσκα τὰ πρόβατα. Ἀπόβραδο, καὶ θὰ τά ’μπαζα σὲ λίγο στὴ στάνη. Ἔκατσα μιὰ στιγμὴ στὸ χορτάρι, ἔτσι φρέσκο πού ’ταν, Ἀπρίλης μήνας βλέπεις. Φύσαε στρωτὸ μαϊστράλι. Πεθαμένους ἀνάσταινε, τέτοια φυσηματιά. Ἔτσι μὲ ’σύχασε αὐτὸ τὸ ἀπόγι καὶ δὲν ἔλεα νὰ σηκωθῶ ἀπ’ ἐκεῖ. Καὶ τότε ἦταν… Ἦρθε στ’ αὐτιά μου ἡ καμπάνα. Ἡ καμπάνα τοῦ ἁϊ-Γιώργη, ἐδῶ, τῆς ἐκκλησιᾶς. Μπὰς καὶ πρώτη φορὰ τὴ γροικοῦσα; Κάθε μέρα δὲ χτύπαγε; Ἔ, σᾶς λέω, πρώτη φορὰ τὴ γροίκησα. Δηλαδή, πῶς νὰ σ’ τὸ πῶ, βάρεσε μέσα μου ὁ χτύπος, κατάλαβες; Τινάχτηκα πάνου. Γιὰ μένα βαράει ἡ καμπάνα, εἶπα. Γιὰ μένα! Τό ’νιωθα αὐτὸ τὸ πράμα, κατάλαβες; Κι ἀμέσως, σάν – τί νὰ πῶ; – σὰ λιβάνι νὰ μοῦ ’ρθε. Ἔπαθα, σοῦ λέω! Μ’ ἔπιασαν τὰ δάκρυα. Γιὰ μένα βαράει ἡ καμπάνα, ἔλεγα, γιὰ μένα! Νά, αὐτὸ ἔπαθα. Μπορεῖς τώρα σὺ νὰ τὸ ξηγήσεις;».

Αὐτὰ εἶπε ὁ Παναής. Καὶ τότε, ποὺ λές, γιόκα μου, σηκώθηκε ὁ γεροντότερος καὶ στάθηκε ἀναμεσό μας κι ἔδωσε ἑρμηνεία: «Αὐτό, χωριανοί, δὲν εἶναι τυχαῖο πράμα. Παναή, αὐτὴ δὲν ἦταν ἡ φωνὴ τῆς καμπάνας. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ! Κατάλαβες; Μὲ τὴ φωνὴ τῆς καμπάνας σοῦ μίλησε ὁ Θεός. Σοῦ ’δωσε νόημα ὁ Θεὸς νὰ σὲ μπάσει στὴν ἐκκλησιά. Πῶς σὺ σφυρᾶς καὶ μπάζεις τὰ πρόβατα στὴ στάνη; Ἔτσι καὶ ὁ Θεός. Καὶ τό ’πιασες, Παναή, τὸ νόημα. Τό ’πιασες! Καὶ δὲν εἶσαι τώρα ὁ ἀλειτούργητος καὶ ὁ ἀκοινώνητος. Κατάλαβες, αὐτὸ ἦταν».

– Αὐτὸ ἦταν, γιόκα μου. Ἡ καμπάνα! Καὶ τώρα μοῦ λές, θὰ σημαίνει τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει στὴν ἀγορὰ γιὰ ψώνια. Ἄχ, καὶ θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός, παλληκάρι μου. Τί νὰ πῶ, δὲν ξέρω.......

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2020

ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ!

Αντί να λιτανεύουμε τους Αγίους να μας ελεήσει ο Θεός, κάνουμε παρέλαση με τους δαίμονες. Βλέπετε αγαπητοί μου σε αυτές τις εικόνες πουθενά χαρά, πολιτισμό, αγαλλίαση και αρετή; Δυστυχώς το καρναβάλι είναι ο πολιτισμός του σκουπιδαριού, του εξευτελισμού του ανθρωπίνου προσώπου και της προσκύνησης του διαβόλου. Θα λιτανεύσουμε τα ομοιώματα των δαιμόνων με πρόσχημα την υποτιθέμενη χαρά των παιδιών; Πόλεις και χωριά κάνουν διαγωνισμούς ποιο παιδί θα καραγκιοζοποιήσουμε περισσότερο. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα γελοιοποιούν τους Ιερείς και τα Ιερά Μυστήρια. Αυτό έχουμε να δώσουμε στα παιδιά μας ; Αυτά τα πρότυπα έχουμε να τους θέσουμε ως δρόμους ζωής ;
Τελικά γιατί φέρνουμε ένα παιδί στο κόσμο; Απλά για να το μεγαλώσουμε σωματικά και ηθικά και να κοκορευόμαστε για κάποιες κοσμικές επιτυχίες στον έξω κόσμο; Πόσοι άραγε νοιάζονται αν τα παιδιά τους εξομολογούνται , κοινωνούν και έχουν πραγματική σχέση με τον Χριστό ; Βασανίστηκαν και μαρτύρησαν άνθρωποι κατά της ειδωλολατρείας για όλες αυτές τις σατανικές καταστάσεις και εμείς τις επαναφέρουμε με πρόσχημα κάποια χαρά. Ποιά είναι αυτή η χαρά και πού αποσκοπεί ; Σε όλα αυτά έχουμε έτοιμη την απάντηση : «Δεν πειράζει», «Δεν βαριέσαι», «Σιγά μωρέ για λίγη πλάκα», αυτό είναι το δόγμα των ψυχών που θα πηγαίνουν προς την απώλεια. Με αυτές τις δικαιολογίες όχι πνευματική ζωή δεν κάνουμε αλλά πάμε ολοταχώς προς τον γκρεμό!

«Μα βρε παιδί μου λίγη χαρά !!! Για τα παιδάκια!»…Αν θεωρούμε ότι χαρά είναι η αγκαλιά με το σκοτάδι και την αμαρτία αλλά και να κοροϊδευουμε το Χριστό εξευτελίζοντας το ανθρώπινο πρόσωπο, τότε κάτι πάει στραβά τελικά.
Η Εκκλησία το Τριώδιο μας θέλει αγωνιστές της αγιότητος και εμείς γινόμαστε μιμητές των δαιμόνων! Κάθε χρόνο ακόμα και πιο χαμηλά…
Θα γίνουμε τσίρκο θα αλλοιώσουμε την εικόνα του Κυρίου και μετά θα πάμε να στολίσουμε τον Επιτάφιο και να ρίχνουμε κροκοδείλια δάκρυα όταν βγαίνει ο Εσταυρωμένος την Μ.Πέμπτη. Μετά λέμε ότι είμαστε Ορθόδοξοι σε Ορθόδοξο κράτος. Ίσως τελικά είμαστε όντως για τα καρναβάλια. Και μετά λέμε να μας φωτίσει ο Θεός!
ΣΤΩΜΕΝ ΚΑΛΩΣ!!
Για να μας φωτίσει ο Θεός οφείλουμε και εμείς να είμαστε δεκτικοί στην χάρη του Θεού και όχι να την πετάμε στο καλάθι των αχρήστων.

Π, Σπυρίδων Σκουντής.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

Γέροντα πρέπει να κοινωνούν όλοι;

Γέροντα πρέπει να κοινωνούν όλοι;
Γέροντα πρέπει να κοινωνούν όλοι; – Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
Βρέθηκα τελευταία σε μια κεντρική εκκλησία των Αθηνών και έζησα βαθύ πόνο. Την ώρα πού Kοινωνούσαν οι Αρχιερείς και οι Ιερείς, γύρω μου είχαν στηθεί «πηγαδάκια» -και όχι από ανθρώπους χωρίς παιδεία.
Δέκα βήματα από το Άγιο Ποτήριο, και οι «τρελές αγελάδες» με το «ουράνιο των Βαλκανίων» εκάλυπταν την παρουσία του Κυρίου. Η θλιβερή αυτή σκηνή έφερε στη μνήμη μου μια συζήτηση με τον γέροντα Πορφύριο πριν από πολλά χρόνια.
Ήταν και εκείνος στενοχωρημένος, γιατί οι πιστοί έχουν απαιτήσεις -και δικαίως- από τον ιερέα, να είναι προσευχόμενος στο Άγιο Βήμα. Αλλά οι ίδιοι πολλές φορές με τη στάση τους δεν τον βοηθούν.Εγώ, έλεγε, τους θυμιάζω και εκείνοι δεν υποκλίνονται. Λέω «στώμεν καλώς» και αυτοί κάθονται. Τους ευλογώ και εκείνοι κουβεντιάζουν. Και το τραγικότερο: λέω «πίετε εξ αυτού πάντες» και προσέρχονται στη Θεία Κοινωνία ελάχιστοι. Μεγάλος πόνος για τον ιερέα.
Ρώτησα:
– Πρέπει, γέροντα, να κοινωνούν όλοι;
– Βρε, δεν το λέω εγώ. Το λέει ο Κύριος. «Πάντες»!
Μήπως έχει καμμιά άλλην έννοια ή λέξη και δεν την ξέρω; Και παρακάτω η ευχή λέει: «και δι’ ημών παντί τω λαώ». Φυσικά, όσοι δεν έχουν κωλύματα. Οι άλλοι πρέπει να πάρουν προηγουμένως άφεση πνευματικού. Αλλιώς, χωρίς Θεία Κοινωνία, χωρίς Χριστό, πώς θα βγεις μέσα στην καθημερινότητα; Ήρθες στην εκκλησία και έχασες το σπουδαιότερο, το Δώρο, το παν: Έμεινες με το αντίδωρο. Ξέρεις, βρε Γιωργάκη, τι είναι το «το Άγιο Θυσιαστήριο;» Ό,τι πολυτιμότερο επί της γης. Οι βασιλικοί θρόνοι, οι προεδρικοί θώκοι, οι ακαδημαϊκές έδρες έχουν μικρή αξία. Η Αγία Τράπεζα είναι η φλεγόμενη βάτος. Εδώ κατεβαίνει ο Χριστός, το Άγιο Πνεύμα παρόν, οι άγγελοι τριγύρω. Φοβερό θέαμα. Εγώ πολλές φορές φοβόμουνα να ακουμπήσω τα χέρια μου επάνω στην Αγία Τράπεζα Και σ’ αυτό το θαύμα μπροστά, να ακούς τους πιστούς να ψιθυρίζουν για πεζά θέματα, να μη βιώνουν το μοναδικό γεγονός. Ποιος λειτουργεί, μωρέ;
Ο παπάς μόνος του ή όλοι -κλήρος και λαός- μαζί; Γιατί τη λέμε «λειτουργία»; Είναι ή δεν είναι «έργο του λαού»;
Ε!
Όπως στέκεται ο ιερέας πρέπει να στέκεται και ο πιστός. Συγκεντρωμένος. Απόλυτα παραδομένος στο Θεό. Αυτή την ώρα δεν είμαστε στη γη. «Οι τα χερουβείμ εικονίζοντες» είμαστε στον ουρανό, μπροστά στην Αγία Τριάδα. Χωρίς «βιωτική μέριμνα». Είμαστε όλοι ιερουργοί… Πω, πω, πω! Τι μας αξιώνει ο Θεός να ζούμε! Εάν πιστεύουμε ότι μπροστά μας τελεσιουργείται η Μεγάλη Θυσία, θα πρέπει να στεκόμαστε «μετά φόβου Θεού».
Να κλαίμε από ευτυχία που ο ίδιος ο Θεός κατέρχεται και θυσιάζεται από αγάπη για μας. Εάν δεν τα πιστεύουμε, γιατί ερχόμαστε στην Εκκλησία; Ποιόν κοροϊδεύουμε; Πιο συνεπείς είναι αυτοί που δεν μπαίνουν στο ναό. Στην εκκλησία σιωπούμε, συγκεντρωνόμαστε και μιλάμε στο Θεό.
– Τα κατάλαβες αυτά πού λέω; Εάν ναι, έχεις ευθύνη να ευαισθητοποιείς και τους άλλους αδελφούς μας πού αγνοούν τα τελεσιουργούμενα φρικτά μυστήρια. Έτσι είναι, όπως τα λέω.
Να μας δίνει ο Θεός δύναμη να αντέχουμε το «θαύμα». Κανονικά θα έπρεπε και ο ιερέας και ο πιστός να πεθαίνουν, ζώντας τόσο κοντά στο Μυστήριο, τόσο κοντά στον Ήλιο.
Αλλά ευδοκεί ο πολυεύσπλαχνος Θεός και, άκου φρικτό πράγμα, αναπαύεται κιόλας στη μηδαμινότητά μας.
Εδώ έκλαψε ο σεβάσμιος γέροντας, ο αληθινός λειτουργός…
Και πρόσθεσε:
– Φεύγεις, έτσι, από τη Θεία Λειτουργία γεμάτος γαλήνη, πού ακτινοβολεί και στο περιβάλλον… Τώρα μεταφέρεις Χριστό. Έγινες χριστοφόρος.
Μια ευχή τα λέει όλα: «Δος ημίν εν οσιότητι λατρεύειν Σοι».
†Γεώργιος Παπαζάχος, καθηγητής Καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
και προσωπικός ιατρός του Οσίου Πορφυρίου


Τήν Κυριακή τής Τυρινής, πού "ποιούμεθα ανάμνησιν τής από τού Παραδείσου τρυφής εξορίας τού Πρωτοπλάστου Αδάμ", ψάλλουμε σε έναν από τους Αίνους:

Το στάδιον των αρετών ηνέωκται, οι βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθετε, αναζωσάμενοι τόν καλόν τής ΝΗΣΤΕΙΑΣ αγώνα, οί γάρ νομίμως αθλούντες, δικαίως στεφανούνται, καί αναλαβόντες τήν πανοπλίαν τού Σταυρού, τώ εχθρώ αντιμαχησώμεθα, ώς τείχος άρρηκτον κατέχοντες τήν Πίστιν, καί ώς θώρακα τήν προσευχήν, καί περικεφαλαίαν τήν ελεημοσύνην, αντί μαχαίρας τήν ΝΗΣΤΕΙΑΝ, ήτις εκτέμνει από καρδίας πάσαν κακίαν. Ό ποιών ταύτα, τόν αληθινόν κομίζεται στέφανον, παρά τού παμβασιλέως Χριστού, εν τή ημέρα τής κρίσεως.

Ανέκαθεν οί χριστιανοί περίμεναν τή Μ. Τεσσαρακοστή ώς τήν πιό Ευλογημένη περίοδο τού έτους. Μολονότι γνώριζαν ότι θά δυσκολεύονταν, πίεζαν τόν εαυτό τους νά κάνουν κάποια πράγματα πού θά ήταν πιό δύσκολα, πιό βαριά, όμως περίμεναν αυτή τήν περίοδο κάθε χρόνο μέ πόθο πολύ, μέ χαρά, μέ ελπίδα ότι ο Θεός θά τούς ευλογούσε ιδιαίτερα καί, βλέποντας τόν αγώνα τους, θά τούς έδινε εκείνα πού δέν τούς είχε δώσει μέχρι εκείνη τήν ώρα. Ο καθένας λοιπόν έκανε τή σχετική ετοιμασία πώς θά αγωνιστεί, πώς θά περάσει τή Μ. Τεσσαρακοστή.
Εμείς σήμερα αδελφοί μου πώς ετοιμαζόμαστε να υποδεχτούμε τήν Μ. Τεσσαρακοστή; Μέ καρναβάλια; Μέ αποκριάτικα γλέντια μασκαρεμένοι;;Χωρίς ΜΕΤΑΝΟΙΑ;;; Έτσι δέν ευαρεστούμε τόν Θεό!!! Έτσι απομακρυνόμαστε απ' τόν Θεό!!! Καί τότε μάς βρίσκει ο διάβολος απροστάτευτους καί μά κτυπά αλύπητα!!!
Άς νηστεύσουμε αυτή τη χρονιά νηστείαν ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ καί ΣΩΜΑΤΙΚΗ!!!
Τό Στάδιον τών Αρετών λοιπόν ηνέωκται!!! Οί βουλόμενοι αθλήσαι εισέλθεται!!!
                                                     ΚΑΛΟΝ ΑΓΩΝΑ!!!!  

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

O ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΗΣ ΨΑΛΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ.

Πίσω απ’ το τάλαντο της Ψαλτικής κρύβεται ο Παράδεισος. Έλεγεν ένας παλαιός παπάς "από το πως ψάλλεις, φαίνεται πόσον αγώνα πνευματικό κάνεις".

Κι είναι αλήθεια. Στο διακόνημα της Ψαλτικής κρύβεται ένας παράδεισος του οποίου η κατάκτηση δε κρίνεται από το τάλαντο που χάρισεν ο Θεός στον ψάλλοντα, μα από τον τρόπο διαχείρισης του ταλάντου από τον Ιεροψάλτη.Διαχείριση του ταλάντου, πρώτα απ’ όλα σημαίνει αναζήτηση της σχέσης του Ιεροψάλτη με τον Θεό κι έπειτα με την ίδια την τέχνη της Μουσικής. Άλλωστε, αν κάποιος ψάλλει επαγγελματικά και μόνο, χωρίς ν’ αναζητά τον Θεό, αυτό αργά η γρήγορα γίνεται κατανοητό. Ας ψηλώνει το αναλόγιο…

Έπειτα, η σχέση του ψάλτη με την ίδια την τέχνη της μουσικής και μάλιστα, όχι μόνο με την βυζαντινή μουσική αποκλειστικά, αλλά την εν γένει, ως οδό έκφρασης και επικοινωνίας.

Άλλωστε, τίποτε δε γεννήθηκε από μόνο του, τουλάχιστον από τότε που άρχισαν οι άνθρωποι να φτιάχνουν τις πρώτες κοινωνίες και σιγά σιγά να επινοούν τη γραφή.Ο Ιεροψάλτης μετέχει της Τέχνης. Δεν είναι εκτελεστής αλλά μυσταγωγούμενος εν Εκκλησία, εκφράζει τον αγώνα του για την υπέρβαση από την φθαρτότητα του κόσμου. Τι ευλογημένη αντίθεση! Ένα προϊόν πολιτισμού, όπως η Μουσική, λιβανίζεται μες την εκκλησιά της Ανάστασης.Μέσα σ’ αυτήν γίνεται δοξολογία, ικεσία, και μετάνοια. Σε μια συναυλία βυζαντινής μουσικής θα θαυμάσει κανείς την τεχνική μιας χορωδίας και τις δυνατότητές της. Πράγμα σπουδαίο μα… βυζαντινή μουσική χωρίς ακολουθία, χωρίς λιβάνι, χωρίς Θεία Λειτουργία δεν θα μπορέσει ποτέ στ’ αλήθεια να υπάρξει.Όπως αναζητά τον Θεό στη ζωή του, ο Ιεροψάλτης θα Τονε αναζητήσει και πάνω στο ψαλτήρι. Μας παρέδωσαν οι πατέρες μας ταπεινούς ψαλτάδες και δασκάλους. Ψαλτάδες που όταν έψαλλαν κοίταζαν μονάχα το βιβλίο καθ΄ όλη τη διάρκεια της ακολουθίας.Δε γύριζαν το κεφάλι, μετά από ένα επιβλητικό "Κύριε Ελέησον", να δουν τη συγκίνηση και τον θαυμασμό του κόσμου ώστε να φορτίσουν τις εγωιστικές τους μπαταρίες. Δε μειδιούσαν όταν ο αριστερός τους έκανε κάποιο λάθος κι ούτε το σχολίαζαν περιπαικτικά στον Δομέστικο.

Ο Χριστός κι η μουσική, δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο. Καμιά φορά βλέπεις στ’ αναλόγια ένα μικρό χάρτινο εικονάκι καρφιτσωμένο πάνω- πάνω: υπάρχουν ψάλτες που κοιτάζουν, σ’ όλη την ακολουθία, βιβλίο κι εικονάκι. Κι η προσευχή του ψάλτη ταξιδεύει στο εκκλησίασμα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο!Οι τρεις παίδες στο φλεγόμενο καμίνι έψαλλαν μ’ ένα στόμα στον Σωτήρα τους Θεό. Δε κοίταζε κανείς απ’ τους τρεις προφήτες ν’ ακουστεί περισσότερο. Έτσι και στο Ψαλτήρι: η φωνή του Πρωτοψάλτη είναι σα την Φωνή του Θεού πάνω στα ύδατα, που συνταιριάζει όλες τις άλλες φωνές κι ακούγονται σα να ‘ναι μία.Οι ισοκράτες διαιωνίζουν τη φωνή του Πρωτοψάλτη, δίδοντας προοπτική στον ήχο κι όχι υπερβαίνοντας τον λόγο. Το ψαλτήρι λοιπόν δεν είναι τόπος επίδειξης αλλά διδασκαλίας και καλλιέργειας των ταλάντων που δόθηκαν απ’ τον Θεό.Έτσι, καταλήγουμε, ότι στην Αγία μας Εκκλησία δε λέμε "τραγουδάκια"! Πόσο μάλλον όταν ψάλλουμε στον Θεό τροπάρια, τα οποία προέρχονται απ’ τα ασκητικά κελιά των βυζαντινών μοναχών.Ο λόγος της βυζαντινής μας υμνολογίας είναι βιωματικός και όχι συναισθηματικός. Ο Ιεροψάλτης δε προσπαθεί να συγκινήσει κάποιο ακροατήριο αλλά να συνεπάρει στα ανείπωτα των Εσχάτων τον λαό του Θεού. Έναν λαό, ο οποίος δεν απαρτίζει κάποιο ακροατήριο αλλά συμμετέχει -και μάλιστα ενεργά- στην τέλεση του Μυστηρίου.Όλες οι ιερές τέχνες που μας άφησαν οι πατέρες μας δεν έχουν χαρακτήρα διδακτικό μονάχα για τον λαό, τον αποδέκτη δηλαδή της τέχνης, αλλά και για τον εκφραστή της.

Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει ο Ιεροψάλτης είναι να κάνει υπακοή στο συλλογικό βίωμα της Εκκλησίας.Το "Τυπικό", δηλαδή οι κανόνες σχετικά με το τι ψάλλεται και πότε, έχει βαθιά ποιμαντικό χαρακτήρα.Η Εκκλησία δεν καθαιρεί την προσωπική έκφραση του καθένα αλλά την εντάσσει στο διακόνημά της στον κόσμο που δεν είναι άλλο από την Σωτηρία του, με την βυζαντινή μας μουσική ν’ αποτελεί ένα από τα χρησιμότερα πνευματικά εργαλεία στον ευαγγελισμό του κόσμου.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΛΕΓΟΜΕΝΗ " ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΤΗ"

 Σήμερα είναι πέμτη η λεγόμενη "Τσικνοπέμτη" πού τρέχει κόσμος καί κοσμάκης στίς ταβέρνες καί στά εστιατόρια νά τό "τσικνίσουν".
Όπως γνωρίζουμε τήν ερχόμενη Κυριακή τής Απόκρεω είναι η τελευταία μέρα πού τρώμε κρέας. Δυστυχώς καί τήν επόμενη Κυριακή τής Τυρινής πολλοί σύλλογοι "πολιτιστικοί" διοργανόνουν αποκριάτικες χοροεσπερίδες, πού υποτίθεται ότι οί σύλλογοι αυτοί αναβιώνουν τά ήθη καί έθιμα τού τόπου μας.
Δυστυχώς όμως γίνονται μπροστάρηδες στό νά ΑΠΟΙΕΡΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ότι ΙΕΡΟ απέμεινε στήν Πατρίδα μας.( Σχεδόν όλες τίς εκδηλώσεις τους τίς κάνουν μέσα σε νηστείες).

Ένας ευλαβής πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός δέν πέφτει μέ τά μούτρα στό φαγητό καί τήν κραιπάλη καί δέν εξαρτάται από αυτό.
Ο πιστός χριστιανός τρώει γιά νά ζεί καί ΟΧΙ ζεί γιά νά τρώει.
Ο πιστός Χριστιανός  ΔΟΞΑΖΕΙ τόν Θεό καί γιά τό νερό πού θά πιεί καί γιά μιά φέτα ψωμί πού θά φάει καί γιά δυό ελιές η γιά ένα πιάτο άλαδης φασολάδας.

Η σημερινή λοιπόν μέρα είναι μέρα ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ καί τίποτε παραπάνω.

Εκείνη η τσικνοπέμτη πού γνωρίσαμε οί μεγαλύτερη σε υλικία (όπως καί τόσα άλλα έθιμα) δέν υπάρχει πιά!!!! Μάς την κατήργησε ο εισαγόμενος " δυτικός πολιτισμός τής παγκοσμιοποιήσεως"!!!

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Νύχτα Τσικνοπέμπτης και ο παπάς στους… δρόμους. Διαβάστε μια διδακτική ιστορία για κάποιον ιερέα ο οποίος την νύχτα της Τσικνοπέμπτης έκανε το χρέος του. Χρέος το οποίο είναι πολύ σημαντικό και δεν αφήνει κοσμικά για μερικούς γεγονότα να υπερκαλύπτουν τα πνευματικά.

Νύχτα Τσικνοπέμπτης

«Πώς αγριεύουν έτσι οι άνθρωποι; Πώς μεμιάς αφήνονται έρμαια στις ροπές καί στίς τάσεις τής φθαρτής ανθρώπινης τους φύσης; Πώς κατάντησε απόψε αυτή η ήσυχη επαρχιακή πόλη;Θαρρείς καί δέν τήν κατοικούν άνθρωποι αλλά ανθρωπόμορφα τέρατα πού άλλος μέ κεφάλι γαιδάρου, άλλος λιονταριού, άλλος πιθήκου τρέχουν νά προλάβουν νά γλεντήσουν, νά μεθύσουν, νά άμαρτήσουν όσο γί­νεται περισσότερο.
Γιατί απόψε είναι Τσικνοπέμπτη καί γέμισε ή πόλη μασκαράδες. Απόψε κάθε λογικός άνθρωπος δέν ξεμυτίζει από τό σπίτι του».
Αυτά σκεφτότανε ό παπα-Θανάσης, καθώς έμπαινε ατό σπίτι του γυρνώντας από τό ναό.
– ’Α, παπαδιά μου, τό κακό παράγινε! Ο Θεός νά μας συγχωρέσει, είπε στή γυναίκα του, μόλις μπήκε μέσα. Εκείνη τόν κοίταξε μέ κατανόηση.

– Ο Θεός νά μας φυλάει, είπε καί άρχισε νά ετοιμάζει τό βραδινό φαγητό.

Στό σπίτι του παπα-Θανάση, περασμένα πιά τά μεσάνυχτα, επικρατεί ησυχία. Τά παιδιά καί ή παπαδιά είχαν ήδη κοιμηθεί κι ό παπα-Θανάσης ετοιμαζότανε καί κείνος νά πάει γιά ύπνο, όταν ακούστηκε τό κουδούνι τής πόρτας. Τινάχτηκε μέσα στόν ύπνο της η παπαδιά καί βρέθηκε δίπλα στόν παπα-Θανάση.
– Μην ανοίγεις τέτοια νύχτα, πάτερ μου! τόν παρακάλεσε φοβισμένη.
– Γιατί φοβάσαι; τήν καθησύχασε εκείνος. Είναι η πρώτη φορά πού μάς κτυποϋν τέτοια ώρα τήν πόρτα; Αφού τό ξέρεις τό σπίτι του Ιερέα διανυκτερεύει κάθε βράδυ.
– Ναι, μά απόψε…
Της χαμογέλασε ό παπα-Θανάσης καί άνοιξε τήν πόρτα.
– Πάτερ μου, μέ συγχωρείτε πού ήρθα τέ­τοια ώρα, όμως ή μάνα μου πεθαίνει καί ζητά νά έξομολογηθεί καί νά κοινωνήσει.
‘Ο άνθρωπος πού στεκόταν μπροστά του, παρό­λο πού ήταν άντρας, έτρεμε ολόκληρος κι άφηνε τά δάκρυά του δίχως ντροπή νά τρέχουν.
– Πήγαινε εσύ κοντά της, παιδί μου, καί γώ πάω ώς τήν εκκλησία νά πάρω τή θεία Κοινωνία καί έρχομαι αμέσως.
’Έφυγε ό άντρας αφήνοντας στόν παπα-Θανάση τή διεύθυνσή του.
– Που θά πας, πάτερ μου, μόνος σου τέτοια ώρα, μιά τέτοια νύχτα; Δέ φοβάσαι; Γιατί δέν τόν κρατούσες νά πάτε συντροφιά;

Ή παπαδιά μιλούσε καί κείνος τήν κοίταζε αυστηρά.

– Μόνος είπες, παπαδιά, μόνος; Κι ό Κύριος πού θά κουβαλάω στά χέρια μου; ’Ά, παπαδιά μου, κάτι σ’ έχει πιάσει απόψε καί δέ μιλάς γνωστικά.
Ντύθηκε ό παπα-Θανάσης καί βγήκε στό δρό­μο. Ξέχασε πώς ήταν νύχτα Τσικνοπέμπτης. Δέν τόν άπασχολούσαν καθόλου οί μασκαράδες πού έβλεπε γύρω του. Ένα μόνο τόν απασχολούσε, νά προλάβει νά δώσει τό «φάρμακο τής αθανασίας» στην ετοιμοθάνατη.
Πήρε με δέος στά χέρια του τό Σώμα καί τό Αίμα του Χρίστου καί ξαναβγήκε στό δρόμο. Δέν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μόνο έτρεχε νά προλάβει. Σέ μιά στροφή του δρόμου ακούσε γέλια καί φωνές.
Κάποιος φώναξε κοροϊδευτικά: «Τήν ευχή σου Δέσποτα!», μά δέν γύρισε νά κοιτάξει. Καί τότε, δέν κατάλαβε πως, βρέθηκε κυκλωμένος από μιά παρέα μασκαράδων, πού προσπαθούσαν νά τόν σταματήσουν.

– Συνάδελφε, που πάμε;

Ένας νεαρός μασκαρεμένος σέ παπά, μέ χνώτο πού μύριζε ποτό, στεκόταν μπροστά του κρατώντας στό χέρι ένα σταυρό. Τα’χασε ό παπα-Θανάσης καί πριν προλάβει νά πει τίποτα, δέχτηκε τήν επίθεση όλου του τσούρμου. Άλλος τόν τραβούσε άπό τά ράσα κι άλλος του έβγαζε τό καλυμμαύχι.
‘Ο παπα-Θανάσης έσφιξε στό στήθος του τ’ άχραντα Μυστήρια καί προσπάθησε νά τούς μι­λήσει, μά κανένας δέν άκουγε. Κάποιος τότε του τράβηξε τή γενειάδα καί -σάν νά τόν κτύπησε ηλεκτρικό ρεϋμα- άρχισε νά φωνάζει;
– Είναι αληθινός, ρέ, είναι αληθινός!
Ή παρέα κοκκάλωσε στή θέση της κι ό παπα- Θανάσης, μέ τό πρόσωπο μουσκεμένο από τόν ιδρώτα της αγωνίας καί τά δάκρυα του, τούς κοίτα­ξε χωρίς νά μιλα.
– Συγγνώμη, πάτερ! είπε εκείνος που του τρά­βηξε τή γενειάδα. Νομίζαμε πώς ήσασταν ψεύτικος σάν κι αύτόν καί…
– Σας είδαμε καί τέτοια ώρα έξω καί ήμασταν σίγουροι πώς ήσασταν μασκαρεμένος. Συγ- χωρέστε μας! είπε ένας άλλος.
– Πάω νά κοινωνήσω μιά ετοιμοθάνατη, παιδιά μου. Ο θάνατος δέν έχει ώρες κατάλ­ληλες καί ακατάλληλες κι εγώ τρέχω νά τόν προλάβω. Καί σύ, παιδί μου, βγάλε τά ράσα τά τιμημένα. Μην αμαρτάνεις άλλο ρεζιλεύοντάς τα. Είναι πολύ ιερό τό ράσο, γιά νά μασκαρεύεσαι μ’ αυτό. Τραβάτε στά σπίτια σας, παιδιά μου, κι ό Θεός νά σας συγχωρέσει.

Άνοιξε τό βήμα του ό παπα-Θανάσης, γιά νά κερδίσει τό χαμένο χρόνο. Ήταν πικραμένος ώς τά κατάβαθά του. Τόσο πολύ, λοιπόν, χάλασαν σι άνθρωποι, ώστε μασκαρεύονται καί Ιερείς;

– Πάτερ, Πάτερ!
Ή φωνή πού έφτασε στά αυτιά του ήταν γεμά­τη αγωνία. Σταμάτησε καί περίμενε. Ένας νεαρός κατακόκκινος από τήν τρεχάλα καί τήν ντροπή έφτασε κοντά του λαχανιασμένος.
– Πάτερ! Είμαι κείνος πού ντύθηκε παπάς. Τό έκανα εντελώς απερίσκεπτα, πάτερ και… καί θέλω νά ’ρθω μαζί σας στό σπίτι της έτοιμοθάνατης. Δέν… δέν θέλω νά σας πάρουν κι άλλοι γιά ψεύτικο…
Ό παπα-Θανάσης του έκανε νόημα νά τόν ακολουθήσει. Στά χέρια του ό νεαρός κρατούσε τό σταυρό πού είχε μαζί του. Μπήκαν στό σπίτι τής ετοιμοθάνατης σιωπηλοί.
– Χαίρομαι, πάτερ, πού βρήκατε καί παπαδάκι καί δέν ήρθατε μόνος, είπε ό αντρας πού τόν είχε καλέσει.

Ο νεαρός ξανακοκκίνησε καί κοίταξε μέ αγωνία τόν παπα-Θανάση.

Ναι, ό Θεός μου τόν έστειλε, είπε εκείνος καί τά λόγια του καρφώθηκαν στήν καρδιά του νεαρού.
– Πάτερ, δέν θά σας εγκαταλείψω ποτέ, έλεγε ό νεαρός λίγη ώρα αργότερα, όταν ό παπα-Θανάσης κλείδωνε τό ναό, αφήνοντας ξανά μέσα τό Σώμα καί τό Αίμα του Χριστού, θά γίνω ό βοη­θός σας, τό παπαδάκι σας.
Ίσως έτσι μέ συγχω­ρήσει ό θεός γιά τήν ιεροσυλία πού έκανα.
-‘Αμποτε, παιδί μου, νά τό φορέσεις τό ράσο κι αληθινά, είπε ό παπα-θανάσης καί τόν ευλόγησε με τά δυό του χέρια, εκείνα πού πριν από λίγο κρατούσαν τόν Ίδιο τόν Κύριο. Καί παράξενο- ό παπα-Θανάσης είχε τή σιγουριά πώς αύτό θά γινό­ταν κάποια μέρα! Καί ακόμα πιό παράξενο- τήν ίδια σιγουριά ένιωθε μέσα του κι ό νεαρός.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Η αγάπη του Ουράνιου Πατέρα (Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης)

Ο Θεός μας είναι αγάπη και «ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». Όποιος Χριστιανός δεν έχει την αγάπη του Θεού μέσα στην καρδιά του, δεν έχει ζωή Χριστού στην ψυχή του. Αυτό το μεγάλο έργο της φιλανθρωπίας του Θεού, το να κατέβει ο Θεός, ο Λόγος του Θεού να γίνει άνθρωπος, να λάβει σάρκα, να κατοικήσει ανάμεσά μας, να μας πλησιάσει, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η απέραντη φιλανθρωπία της θείας αγάπης. Η αγάπη του Θεού είναι αυτή που μας προστατεύει και μας φροντίζει για όλα. Εμείς οι άνθρωποι αμαρτάνουμε και λυπούμε τον Θεό. Ασεβούμε πολλάκις, αλλά η φιλανθρωπία Του είναι απέραντη και όλα τα συγχωρεί. Όλοι μας, και πρώτος εγώ, έχουμε λυπήσει αυτή την μεγάλη καρδιά του Θεού, που λέγεται αγάπη προς τον άνθρωπο. Γι’ αυτό θα πρέπει να προσέξουμε στην ζωή μας, στον βίο μας, και στη συνέχεια να μην Του δώσουμε ξανά την πίκρα της αμαρτίας.


Η παραβολή του αγίου Ευαγγελίου, η παραβολή του ασώτου υιού, είναι μία όσο γίνεται ακριβέστερη έκφραση της αγάπης του Θεού Πατέρα προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Εκεί βλέπουμε ότι ο άσωτος υιός, που απεικονίζει κάθε αμαρτωλό άνθρωπο πάνω στη γη, ζήτησε από τον πατέρα του να του δώσει το μέρος που του ανήκει από την πατρική περιουσία ως υιός. Βέβαια πάρα πολύ άφρονα, άμυαλα ζήτησε να πάρει το μερίδιό του και ν’ αποσπαστεί από την πατρική στέγη, από την πατρική αγάπη, από την πατρική φροντίδα. Και νομίζοντας ότι είναι ικανός μόνος του να φροντίσει περί της ζωής του, έφυγε και η αμυαλοσύνη πληρώθηκε πάρα πολύ ακριβά. Όπως διαλαμβάνει το άγιο Ευαγγέλιό μας, ο άσωτος αυτός υιός κατασπατάλησε όλη αυτή την περιουσία ζώντας μία αμαρτωλή ζωή.

Η αμαρτωλή ζωή γεννά θάνατο. Ο μισθός της αμαρτίας είναι ο ψυχικός θάνατος και πολλάκις γίνεται αιτία να πεθάνει κανείς και σωματικά. Ο άσωτος υιός αφού σπατάλησε ό,τι είχε πάρει σαν περιουσία, κατήντησε να βόσκει χοίρους και να ζει με τα ξυλοκέρατα των χοίρων. Δηλαδή όταν ο άνθρωπος πάρει την περιουσία της Χάριτος του Θεού, όταν αξιωθεί του αγίου Βαπτίσματος, μετά, όταν απομακρυνθεί από αυτή τη Χάρη, διότι διέκοψε αυτή την επαφή με τον Θεό Πατέρα, καταντά να γίνει σκεύος του διαβόλου, σκεύος της αμαρτίας, «ζων ασώτως» μακράν του Θεού, κυλιόμενος συνεχώς από αμαρτία σε αμαρτία.

Βλέπουμε πάλι στην παραβολή, ότι ο άσωτος κάποια στιγμή ήρθε στον εαυτό του, κατάλαβε το λάθος του. Όταν έπραττε την αμαρτία φαίνεται ότι ήταν εκτός εαυτού, εκτός λογικής, εκτός συνέσεως και σωφροσύνης. Ήρθε στον εαυτό του –λέει ο Χριστός μας– και είπε, σκέφθηκε, συλλογίστηκε: «πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων; Εγώ εδώ στα ξένα χάνομαι και απόλλυμαι. Καλύτερα να γυρίσω πίσω και δεν θα ζητήσω από τον πατέρα μου να με αποκαλεί παιδί του, διότι δεν είμαι άξιος, αλλά θα του πω να με λογίσει έναν από τους υπηρέτες του. Αυτοί περνούν τόσο καλά εκεί, να γίνω και εγώ ένας τέτοιος, μου αρκεί αυτό. Δεν έχω πρόσωπο να του ζητήσω υιοθεσία διότι απώλεσα την αξιοπρέπεια της υιοθεσίας. Διότι σπατάλησα ό,τι είχα από τον πατέρα μου, μου αρκεί να επιστρέψω».

Αυτά και τόσα άλλα σκέφθηκε και έβαλε απόφαση να ξεκινήσει. Πριν ακόμα ξεκινήσει, ο πατέρας του τον περίμενε έξω με ανοιχτή την αγκάλη του. Τόσο πολύ είναι έτοιμος ο Θεός να δεχτεί έναν αμαρτωλό. Πήρε ο άσωτος τον δρόμο της επιστροφής, της σωτηρίας, πήρε τον δρόμο τον ίσιο και έφτασε στο πατρικό σπίτι του. Ο πατέρας αμέσως τον αγκάλιασε, τον φίλησε, έκλαψε επάνω του, έκλαψε και ο άσωτος, και άρχισε να του λέει: «Ήμαρτον, πάτερ, εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, δεν είμαι άξιος κληθήναι υιός σου, αλλά ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».

Τι απαντά ο Πατέρας;

«Ξέχασέ τα όλα ό,τι έκανες. Μου αρκεί η επιστροφή σου, μου φτάνει ότι γύρισες στο σπίτι. Ήσουν πεθαμένος και ανέζησες, χαμένος και ευρέθης. Αυτό φτάνει. Τα κρίματα όλα, τα σφάλματα, τη σπατάλη της περιουσίας, όλα ξέχασέ τα».

Αμέσως διατάζει λουτρό. Αφού έκανε λουτρό, τον έντυσε της υιοθεσίας την παλιά στολή, διέταξε να του βάλουν δαχτυλίδι στο χέρι του. Τα πάντα άλλαξαν, και εκεί που ήταν βρώμικος, βοσκός χοίρων, σε μια στιγμή, με την επιστροφή, έγινε παιδί του Θεού. Έγινε παιδί Βασιλέως. Ολόλαμπρος, στολισμένος. Δεν το περίμενε αυτό το πράγμα. Ο πατέρας τόση στοργή; Τόση αγάπη; Τόση αλλαγή; Τι ματαιοφροσύνη και τι πλάνη, σκέφθηκε ο άσωτος, που είχα, όταν ήμουν μακριά του! Τελικά διέταξε να σφαγεί ο μόσχος ο σιτευτός και ν’ αρχίσει η συναυλία της επιστροφής του ασώτου υιού. Και άρχισε η πανήγυρις. Τα πάντα έλαμπαν μέσα στο παλάτι του πατέρα και αυτός είχε βγει έξω από τον εαυτό του, από το θαύμα της σωτηρίας του. Ο δε πατέρας εκαλλωπίζετο στην ανάζηση του παιδιού του, και ήταν όλος χαρά και ευφροσύνη.

Αυτό είναι μία εικόνα ελάχιστη από την πραγματικότητα του Θεού προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Ο Πατέρας ο Ουράνιος είναι πανέτοιμος απ’ τη στιγμή που ο άνθρωπος επιστρέψει και ζητήσει την συγνώμη και την επιστροφή στον σώφρονα βίον, είναι έτοιμος, πανέτοιμος, να συγχωρήσει και να ξεχάσει τα πάντα. Αρκεί ο άνθρωπος να έρθει στον εαυτό του, να καταλάβει τα σφάλματά του, να ταπεινώσει το φρόνημα, ν’ αναγνωρίσει ότι έσφαλε, και ο Θεός θα του πει: Ξέχασέ τα όλα, παιδί μου, φτάνει που γύρισες. Όλα τα συγχωρώ, αρκεί που γύρισες κοντά μου.

Έρχεται και ο άλλος, ο εχθρός του ανθρώπου, ο Διάβολος με τη μεγάλη του πανουργία, με την τέχνη του, με τη μαστοριά του, και σφυρίζει στο αυτί του αμαρτωλού και του λέει ότι ο Θεός δεν σε συγχωρεί, είσαι πολύ αμαρτωλός. Έκαμες εγκλήματα. Τώρα σε περιμένει μεγάλη τιμωρία και κόλαση, μην πλησιάζεις τον Θεό καθόλου, δεν είσαι άξιος να σηκώσεις τα μάτια σου, να προσευχηθείς και να ζητήσεις συγνώμη. Ο Θεός είναι οργισμένος, και τόσα άλλα.

Ο αμαρτωλός δεν πρέπει να πιστέψει σ’ όλα αυτά. Διότι ένας πατέρας, μία μητέρα, όταν επιστρέψει το παιδί της από μία αμαρτία, από μία άσωτη ζωή, που να την είχε προηγουμένως υβρίσει, να την είχε δείρει, να την είχε σπρώξει, να την είχε μουτζώσει, χτυπήσει, από τη στιγμή που επιστρέψει, η μητέρα αμέσως θα το αγκαλιάσει το παιδί, θα του δώσει συγνώμη, δεν θα λογιστεί τίποτα κακό, αρκεί που το παιδί της γύρισε στο σπίτι μετανοιωμένο. Εάν μία μητέρα μ’ ένα μόριο αγάπης, δίνει τόση συγνώμη και τόσο έλεος στο παραστρατημένο και μετανοιωμένο παιδί της, πόσο μάλλον ο Θεός, ο άπειρος στην αγάπη, θα δώσει συγνώμη και έλεος και φιλανθρωπία; Δεν πρέπει να δώσουμε ακρόαση στους ψιθυρισμούς του αποστάτη διαβόλου. Αυτός δεν έμαθε την ταπείνωση, δεν γνωρίζει τι θα πει ταπείνωση, γι’ αυτό και είναι μακριά από τον Θεό. Από τη στιγμή που θα σκηνώσει στον λογισμό του ανθρώπου η ταπείνωση, αμέσως γεννάται η επιστροφή του ανθρώπου.

Άρα ο εγωισμός και η υπερηφάνεια είναι εκείνα τα κακά που μας κρατάνε μακριά από τον Θεό. Την εικόνα του ασώτου υιού να τη ζήσουμε μέσα στη σκέψη και την καρδιά μας και θα αντλήσουμε, ή μάλλον θα αντλούμε συνεχώς μετάνοια και επιστροφή. Όχι μόνο μετάνοια και επιστροφή, αλλά θα πλουτίζουμε την καρδιά μας με αγάπη Θεού. Θα νοιώθουμε τον Θεό Πατέρα μας στοργικό με μία αγάπη που δεν έχει μέτρο. Μέσα σ’ αυτή την αγάπη είναι αδύνατο ν’ αστοχήσουμε. Όσα και αν μας ψιθυρίσει ο εχθρός, ότι δεν μας συγχωρεί ο Θεός, διότι εγκληματήσαμε στη ζωή, όταν δούμε στον καθρέφτη του ασώτου υιού την αγάπη του Θεού Πατρός μας, αμέσως όλοι οι λογισμοί του διαβόλου θα διασκορπιστούν.

[Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» 6, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη 2002, άρθρο «Περί αγάπης και ευσπλαχνίας Θεού», σελ. 137 (απόσπασμα)]


Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς - Γιατί κανδῆλες καί κεριά στήν Ἐκκλησία;

Ο όσιος Σεραφείμ, τον χρόνο που του απέμενε από τις υποχρεώσεις του προς τους επισκέπτες, τον αφιέρωνε στην προσευχή. Τελώντας με την χαρακτηριστική σ’ αυτόν ακρίβεια και επιμέλεια τον κανόνα του προς σωτηρίαν της ψυχής του, προσευχόταν συγχρόνως και παρακαλούσε θερμά τον Θεό για όλους τους ζώντες και κεκοιμημένους ορθοδόξους χριστιανούς. Γι’ αυτό, όταν διάβαζε Ψαλτήρι, σε κάθε στάση του ανέπεμπε ανελλιπώς δεήσεις με όλη την καρδιά του ως εξής:

α) Για τους ζώντες: «Σώσον, Κύριε, και ελέησον πάντας τους ορθοδόξους χριστιανούς και πάντας τους διαβιούντας εν παντί τόπω της δεσποτείας σου. Χάρισαι αυτοίς, Κύριε, την ψυχικήν και την σωματικήν υγείαν και συγχώρησον αυτοίς παν αμάρτημα εκούσιόν τε και ακούσιον, και ταις αγίαις ευχαίς αυτών ελέησον και εμέ τον αμαρτωλόν».

β) Για τους κεκοιμημένους: «Ανάπαυσον, Κύριε, τας ψυχάς των κεκοιμημένων δούλων σου, των προπατόρων, πατέρων και αδελφών ημών, των ενθάδε κειμένων και απανταχού ορθοδόξων. Χάρισαι αυτοίς, Κύριε, την βασιλείαν σου και την μέθεξιν της σης απείρου και μακαρίας ζωής και συγχώρησον αυτοίς παν αμάρτημα εκούσιόν τε και ακούσιον».

Κατά την προσευχή, ο όσιος έδινε μεγάλη σημασία στα γνήσια κεριά, τα όποια έκαιγαν στο κελλί του ενώπιον των εικόνων. Αυτό το εξήγησε τον Νοέμβριο του 1831 στον διάλογο του με τον Νικόλαο Μοτοβίλωφ. Διηγείται ο Μοτοβίλωφ:

«Βλέποντας στον στάρετς πολλές κανδήλες και ιδίως μεγάλο αριθμό αγνών κεριών μεγάλων και μικρών σε διαφόρους στρογγυλούς δίσκους, στους οποίους από το μακροχρόνιο στάξιμο των κεριών είχαν σχηματισθεί ολόκληροι λοφίσκοι από κερί, σκέφθηκα μέσα μου: Γιατί άραγε ο πατερούλης ανάβει τόσο πολλές κανδήλες και κεριά και προξενεί ανυπόφορη ζέστη στο κελλί του; Και εκείνος, ωσάν να έλεγε στους λογισμούς μου να σιωπήσουν, μου είπε: Εσείς θα θέλατε να μάθετε φιλόθεε, για ποια αιτία ανάβω τόσες κανδήλες και κεριά ενώπιον των εικόνων. Να λοιπόν γιατί:

»Καθώς γνωρίζετε, έχω πολλά πρόσωπα που με αγαπούν και ευεργετούν τις ορφανούλες (*) μου του Μύλου. Αυτοί μου φέρνουν λάδι και κεριά και με παρακαλούν να προσεύχομαι γι’ αυτούς. Όταν διαβάζω την ακολουθία μου, τους μνημονεύω μία φορά στην αρχή. Επειδή όμως τα ονόματα είναι πολλά και εγώ δεν μπορώ να τα επαναλαμβάνω σε κάθε σημείο της ακολουθίας όπου πρέπει να μνημονευθούν, διότι ο χρόνος δεν θα μου αρκούσε, ανάβω όλα τα κεριά υπέρ αυτών ως θυσία στον Θεό, ένα κερί για τον καθένα. Για μερικούς ανάβω ένα μεγάλο κερί και για άλλους πάλι ανάβω μία κανδήλα. Και όπου χρειάζεται στην ακολουθία να τους μνημονεύσω, λέω: Κύριε, μνήσθητι πάντων των δούλων σου, υπέρ των ψυχών των οποίων εγώ ο ελεεινός άναψα ενώπιόν σου αυτά τα κεριά και τις κανδήλες.

»Ότι δε τούτο δεν είναι κάποια δική μου επινόηση ή κάποιος δικός μου ζήλος που δεν βασίζεται σε καμία θεϊκή εντολή, θα σου φέρω ως απόδειξη τους λόγους της θείας Γραφής. Εκεί λέγεται ότι ο Μωυσής άκουσε την φωνή του Κυρίου να τον προστάζει «ίνα καίηται λύχνος διαπαντός, εν τη σκηνή τού μαρτυρίου … καύσει αυτό Ααρών και οι υιοί αυτού αφ’ εσπέρας έως πρωί εναντίον Κυρίου» (Εξ. 27:20-21).

»Να, φιλόθεε, γιατί η Αγία Εκκλησία τού Θεού παρέλαβε ως συνήθεια να ανάβονται στους ιερούς ναούς και στα σπίτια των χριστιανών κανδήλες ενώπιον των αγίων εικόνων του Κυρίου, της Θεοτόκου, των Αγγέλων και των αγίων ανθρώπων, οι οποίοι ευαρέστησαν στον Κύριο».
(*) Έτσι αποκαλούσε ο όσιος Σεραφείμ τις αδελφές της Σεραφείμειας μονής του Ντιβιέγεβο.
Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ Βίος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 74.


Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2020


Ὁ Ἱερός Ναός εἶναι χῶρος λατρείας καί προσευχῆς καί ὄχι χῶρος κοσμικῶν συναντήσεων καί συζητήσεων.

Ο Ιερός Ναός είναι χώρος λατρείας και προσευχής. Δεν είναι χώρος κοσμικών ή κοινωνικών συναντήσεων και συζητήσεων.

– Πριν μπεις μέσα σκέψου πού πρόκειται να μπείς και τί πρόκειται να κάνεις. Η ενδυμασία μας δεν πρέπει να προκαλεί αλλά να είναι συμβατή και κατάλληλη με την ιερότητα του χώρου.

– Μπαίνεις μέσα με σιωπή και αργά βήματα βγάζοντας τα χέρια σου από τις τσέπες και δεν τα κρατάς ενωμένα πίσω σου. Επίσης απενεργοποιείς το κινητό σου τηλέφωνο.
 – Είναι παράδοση στην Εκκλησία να γονατίζουμε κατά την στιγμή που εκφωνείται το «Τά Σά έκ τῶν Σών» δείχνοντας την πίστη και τον σεβασμό μας στην κάθοδο του Αγίου Πνεύματος εκείνη την ιερή στιγμή.(Σημ. Τις Κυριακές δεν γονατίζουμε γιατί είναι Αναστάσιμη ημέρα).


– Φροντίζεις να μην ενοχλείς τους άλλους είτε με άσκοπες κινήσεις, είτε με θόρυβο ή με την παρατεταμένη τακτοποίησή σου . Δεν κάνουμε επιτηδευμένες κινήσεις που μας διαφοροποιούν από τους άλλους με σκοπό την επίδειξη πίστεως.

«Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΜΑΣ: ΑΝΩ ΣΧΩΜΕΝ ΤΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ»
– Είναι ευλαβική και ευλογημένη η συνήθεια να κρατούμε βιβλιαράκι της θείας Λειτουργίας , ώστε και συνειδητά να συμμετάσχουμε και να κατανοούμε τα τελούμενα και να συγκρατούμε το μυαλό μας.
– Ποτέ όμως δεν πρέπει η φωνή μας να καλύπτει την φωνή του ψάλτη ή να γίνεται αιτία να δυσανασχετούν οι διπλανοί μας. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε λέμε τις ευχές και τις εκφωνήσεις του ιερέα. Το Πιστεύω είναι ομολογία πίστεως και λέγεται από όλους μαζί τους εκκλησιαζόμενους.

– Κοιτάζεις μπροστά σου χωρίς να περιφέρεις δεξιά και αριστερά το βλέμμα σου. Δεν ενδιαφέρεσαι να δεις ποιος μπαίνει ή βγαίνει.
– Αφοσιώνεσαι στη λατρεία αν είναι ώρα της ή στην ατομική σου προσευχή αν μπήκες σε άλλη ώρα γι’ αυτό στην εκκλησία. Θα πρέπει να προσπαθείς να έρχεσαι νωρίς το πρωί και όχι στη μέση της Θείας Λειτουργίας.
– Το να περιμένω την «τρίτη καμπάνα» ή να εκκλησιαστώ τυπικά για λίγη ώρα ή να πηγαίνω ακόμα και όταν έχει ξεκινήσει η Θεία Λειτουργία, ακόμα και μετά το «ευαγγέλιο» ή τα «άγια» είναι εκκλησιασμός χωρίς βάση, χωρίς ουσία και νόημα. Πρέπει να προσπαθείς να εκκλησιάζεσαι όσο πιο νωρίς μπορείς. Η λατρεία προς τον Θεό δεν επιδέχεται προσωπικές παρεμβάσεις αλλά συνειδητό βίωμα.
– Η Θεία Λειτουργία καθώς και οι υπόλοιπες Ιερές Ακολουθίες είναι μέσα επικοινωνίας μας με τον Θεό γι΄ αυτό συμμετέχω με ΓΑΛΗΝΙΑ ΨΥΧΗ και ΚΑΘΑΡΗ ΣΚΕΨΗ. Ξεχνώ κάθε πρόβλημα και κάθε μέριμνα μου έξω από την πόρτα του Ναού.
«ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Η ΕΝΩΣΗ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ»
-Όταν πρόκειται να κοινωνήσεις θα προσέλθεις όταν ακούσεις από το στόμα του Ιερέα το Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως και ἀγάπης προσέλθετε.

– Θα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για να λάβεις το Σώμα και το Αίμα του Χριστοῦ. Πρέπει να κοινωνούμε με πλήρη συναίσθηση, καθαρή συνείδηση και ευλογημένη επίγνωση.
– Αυτό θα το επιτύχουμε μόνο δια του μυστηρίου της Ιεράς Εξομολογήσεως, με προσευχή και με νηστεία.


-Ὀταν σταθούμε για να κοινωνήσουμε δεν ομιλούμε , δεν βιαζόμαστε και δεν ατακτούμε αλλά προσευχόμαστε. Είναι πνευματικά ωφέλιμο και ευλογημένο να κοινωνούμε όσο πιο συχνά γίνεται. Με την ευχή του πνευματικού μας κοινωνούμε συχνότερα.

«Η ΕΞΟΔΟΣ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ»
– Στο τέλος και πάλι θα σταθούμε ευλαβικά και υπομονετικά να πάρουμε από το χέρι του Ιερέα το αντίδωρο ενώνοντας τις παλάμες των χεριών μας. Ασπαζόμαστε το χέρι του Ιερέα δείχνοντας σεβασμό στο Ιερατικό αξίωμα και αποδίδοντας τιμή στον Ιερέα που πριν λίγα λεπτά άγγιξε τον Χριστό και τέλεσε την Θεία Λειτουργία. Η συνήθεια να λαμβάνουμε μόνοι μας το αντίδωρο από το πανέρι είναι λάθος.
– Αφού λάβουμε το αντίδωρο αποχωρούμε με ησυχία και τάξη από τον Ναό κάνοντας τον Σταυρό μας. Φεύγοντας από την Εκκλησία καλούμαστε να μεταμορφώσουμε σε Εκκλησία την ζωή μας , το σπίτι μας, την οικογένειά μας ώστε να μην χαθεί η «Θεία χάρις» που λάβαμε κατά την θεία Λειτουργία.
– Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι όταν θέλουμε να προσφέρουμε αρτοκλασία θα πρέπει να έχουμε ενημερώσει νωρίτερα και να προσκομίσουμε εγκαίρως τα δώρα μας ή από την παραμονή ή νωρίς το πρωί για να μην δημιουργούμε αναστάτωση την ώρα της θείας λειτουργίας. Το ίδιο ισχύει και με το πρόσφορο , το οποίο πρέπει να προσφέρουμε με τα ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων έγκαιρα, ώστε να τους μνημονεύσει ο ιερέας στην Αγία Προσκομιδή.
– Κάθε προσφορά μας πρέπει να είναι ότι καλύτερο, διότι είναι προσφορά στον ίδιο τον Θεό. Ζυμωτό (σπιτικό) καλό πρόσφορο, αγνό καθαρό ελαιόλαδο , καθαρό κερί , άριστο μοσχοθυμίαμα , εκλεκτό άναμα, δώρα της αγάπης μας και του σεβασμού μας στο πρόσωπο του Κυρίου μας.
– Όταν πρόκειται να τελέσουμε Ιερό μνημόσυνο ενημερώνουμε έγκαιρα τον ιερέα και φέρνουμε τα απαιτούμενα για την θεία Λειτουργία και το μνημόσυνο εγκαίρως, χωρίς υπερβολικούς και ματαιόδοξους στολισμούς που είναι έξω από το πνεύμα της Εκκλησίας μας. Σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται η τέλεση μνημοσύνου ή τρισαγίου με κουλουράκια ή οτιδήποτε άλλο ξένο με την παράδοση της Εκκλησίας.
– Στον ιερό ναό εκτός των Θείων Λειτουργίων των Κυριακών και των εορτών πραγματοποιούνται και άλλες λατρευτικές συνάξεις (Ιερές Αγρυπνίες, εσπερινοί, παρακλήσεις, , απόδειπνα).

Ας προσπαθούμε να συμμετάσχουμε συνειδητά σε όσες περισσότερες Ιερές ακολουθίες μπορούμε και σίγουρα ο κόπος μας θα μετατραπεί σε ουράνια ευλογία. Ας αγωνιζόμαστε συνεχώς για την σωτηρία της ψυχής μας και τότε μόνο θα κάνει ο Θεός αισθητή την παρουσία Του στην ζωή μας. Ας μην αδιαφορούμε και ολιγωρούμε πνευματικά, διότι ο πνευματικός θάνατος είναι η στέρηση της αγάπης και της χάριτος του Θεού.



Του Πρωτοπρεσβύτερου Παναγιώτη Ευσταθίου
Kιβωτός της Ορθοδοξίας