Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019

Η εορτή της 25η Μαρτίου στην Κρεμαστή Λακωνίας

Σήμερα τελέσαμε την πανηγυρική Θεία Λειτουργία για την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Η εορτή αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερη σημασία για εμάς επειδή σηματοδοτεί την αποκατάσταση της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Όπως με τον Αδάμ και την Εύα διακόπηκε η σχέση τους με τον Θεό, έτσι ήρθε ο Χριστός ως ο νέος Αδάμ και η Θεοτόκος ως η νέα Εύα να διώξουν τα αποτελέσματα του προπατορικού αμαρτήματος, την φθορά και τον θάνατο. Αυτό γιορτάζουμε σήμερα και συνάμα με τη δεσποτικοθεομητορική εορτή, εορτάζουμε την εθνική μας επέτειο του 1821. Εν όψει αυτής της εορτής, μετά το πέρας της Δοξολογίας, στο προαύλιο του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, τελέσαμε επιμνημόνευση δέηση και ειπώθηκαν 2 ποιήματα από τον Γιώργο Παυλάκη και 1 ποίημα από την κ. Κωνσταντίνα Δρίβα, η οποία με το ποίημα της, μας αναπτέρωσε το ηθικό και μας οδήγησε σε άλλες εποχές. Είναι παράδειγμα Ελληνίδας μητέρας και μακάρι να την μιμηθούν και οι σημερινές κοπέλες. Εύχομαι η Παναγία να σκεπάζει όλον τον κόσμο! Χρόνια πολλά και ευλογημένα!!! 
 
- ο εφημέριος σας, π.Δημήτριος Γεωργαντώνης
 






Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Η ΑΓΙΑ ΥΠΟΜΟΝΗ (13 Μαρτίου)

12/03/2019
Agia Ypomoni 02Agia Ypomoni 01Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση, και αργότερα, ως σύζυγος του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, «Ελένη η εν Χριστώ τω Θεώ αυγούστα και αυτοκρατόρισσα των Ρωμαίων η Παλαιολογίνα», ήταν κόρη του Κωνσταντίνου Δραγάση, ενός από τους πολλούς ηγεμόνες – κληρονόμους του μεγάλου Σέρβου κράλη (= βασιλιά) Στεφάνου Δουσάν. Καταγόταν από βασιλική και ευλογημένη γενιά. Στους προγόνους της συγκαταλέγονται άνθρωποι που αγίασαν (π.χ. ο Στέφανος Νεμάνια, σέρβος βασιλέας και κτίτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου του Αγίου Όρους = όσιος Συμεών ο Μυροβλύτης). Ο Κωνσταντίνος Δραγάσης ανέλαβε την ηγεμονία του σημερινού βουλγαρικού τμήματος της βορειο – ανατολικής Μακεδονίας, στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Αξιού και Στρυμώνα.
Η γέννησή της τοποθετείται στα αμέσως μετά τον θάνατο του Δουσάν χρόνια. Η ανατροφή, η μόρφωση, η αγωγή της, ήταν διαποτισμένα με ό,τι ανώτερο υπαγόρευε το βυζαντινό ιδεώδες, διότι οι Σέρβοι είχαν επηρεαστεί πολύ από τον βυζαντινό πολιτισμό. Ένιωθε τον εαυτό της περισσότερο ταυτισμένο με τον πολιτισμό και κυρίως με την εθνική συνείδηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κοντά σ’ αυτά και πάνω απ’ αυτά, γαλουχήθηκε με την πατροπαράδοτη στην οικογένειά της, ακράδαντη ορθόδοξη πίστη στο Θεό. Αυτή η πίστη είναι που θα την οδηγεί, θα την φωτίζει, και θα την εμπνέει στην πολυτάραχη γεμάτη θλίψεις και δοκιμασίες ζωή της.
Υπολογίζεται να ήταν 19 περίπου χρονών όταν παντρεύτηκε τον Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (τέλη του 1390), λίγους μήνες πριν γίνει Αυτοκράτορας.
Η καινούργια ζωή της Ελένης – Αγίας Υπομονής, από την αρχή της έδειξε ότι θα ήταν Γολγοθάς. Πολλές ήταν οι φορές που χρειάστηκε να πιει το ποτήρι της προσβολής και του εξευτελισμού στο πλευρό του συζύγου της όχι μόνο από τους αλλόθρησκους, αλλά και από τα κατ’ όνομα χριστιανικά κράτη της Δύσεως, στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει τρόπους σωτηρίας της ετοιμοθάνατης Αυτοκρατορίας.
Η Ελένη – αγία Υπομονή απεδείχθη εξαιρετικός άνθρωπος που συγκέντρωνε πολλές και μεγάλες αρετές, και ψυχική δύναμη. Έδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση τόσο της θέσης της και των περιστάσεων, όσο και του ρόλου που αυτές της υπαγόρευαν, σε όλα τα επίπεδα.
Αγαπούσε το λαό. Ήταν η μεγάλη μάννα που ο καθένας μπορούσε να προστρέξει. Συμμεριζόταν τις αγωνίες του και ανησυχίες του ενώπιον των φοβερών εθνικών κινδύνων και προσπαθούσε πάντοτε με την προσευχή, με την πραότητά της και με γλυκά και παρηγορητικά της λόγια να τον ενισχύσει.
Είναι πολύ χαρακτηριστικά και εύγλωττα μέσα στην λακωνικότητά της τα όσα γράφει για την Αυτοκρατόρισσα, ο σύγχρονός της φημισμένος φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός – Πλήθων: «Η Βασιλίς αύτη με πολλήν ταπείνωσιν και καρτερικότητα εφαίνετο να αντιμετωπίζει και τας δύο μορφάς της ζωής. Ούτε κατά τους καιρούς των δοκιμασιών απεγοητεύετο, ούτε όταν ευτυχούσε επανεπαύετο, αλλά εις κάθε περίπτωσιν έκανε το πρέπον. Συνεδύαζε την σύνεσιν με την γενναιότητα, περισσότερον από κάθε άλλην γυναίκα.
Διακρινόταν για τη σωφροσύνη της. Την δε δικαιοσύνην την είχε σε τελειότατο βαθμό. Δεν μάθαμε να κάνει κακό σε κανένα, ούτε μεταξύ των ανδρών, ούτε μεταξύ των γυναικών. Αντιθέτως γνωρίσαμε να κάμνει πολλά καλά και εις πολλούς. Με ποίον άλλον τρόπον δύναται να φανεί εμπράκτως η δικαιοσύνη, εκτός από το γεγονός του να μη κάμνει κανείς ποτέ θεληματικά και σε κανέναν κακό, αλλά μόνον το αγαθόν σε πολλούς;»
Στάθηκε αντάξια του φιλόσοφου και φιλόχριστου συζύγου της Μανουήλ. Στάθηκε άξια δίπλα του για 35 χρόνια, «συνευδοκόντας», σύμφωνα με σύγχρονή τους μαρτυρία, δηλ. όλα γινόντουσαν με συμφωνία, ομόνοια, συναπόφαση, εν πνεύματι Χριστού και αγωνιστική αγιότητα. Κατόρθωναν να τιμούν την αρετή με λόγια και έργα. «Λόγω μεν διδάσκοντας το πρακτέον, έργω δε γενόμενοι πρότυπα και εικόνες εφηρμοσμένης αγάπης».
Στο ευλογημένο ζευγάρι ο Θεός χάρισε οκτώ παιδιά. Έξι αγόρια από τα οποία τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Η΄ και ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄, ο τελευταίος θρυλικός αυτοκράτορας. Ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά, και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Και δύο κορίτσια, τα οποία όμως πέθαναν σε μικρή ηλικία. Η πολύτεκνη και φιλότεκνη μητέρα γαλούχησε τα παιδιά της με τα νάματα της πίστεως και τη γλυκύτατη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, τα οδηγούσε σε ιερά προσκυνήματα και σεβάσμια Μοναστήρια της Βασιλεύουσας, και επιζητούσε υπέρ αυτών τις ευχές των αγίων ασκητών και Γερόντων. Τα ανέθρεψε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», και ποτέ δεν «έπαυσε μετά δακρύων προσευχής και αγάπης να νουθετεί ένα έκαστον».Με υπομονή και επιμονή, με προσοχή και προσευχή σμίλεψε τους χαρακτήρες τους, τους έδωσε μαζί με το «ζην»και το «ευ ζην». Έτσι, κατάφερε, μεταξύ άλλων, να θέσει τέρμα στις επί 90 περίπου χρόνια συγκρούσεις μεταξύ των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας για την εξουσία που είχαν εξαντλήσει την αυτοκρατορία. Οι όποιες διαφορές απόψεων η διενέξεις παρουσιάζονταν (μετά το θάνατο του Μανουήλ), ξεπερνιόνταν ήσυχα με το κύρος της μητρικής της παρέμβασης και της προσευχής της.
Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα Μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν, ξεκουραζόταν η ψυχή της, αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια. Αυτό, το ενέπνευσε σε όλη την οικογένειά της. Ο σύζυγός της αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκάρη μοναχός με το όνομα Ματθαίος. Η ίδια, μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος, και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο
Ακόμα, ενόσω βρισκόταν στην πατρίδα της, μαζί με τον πατέρα της έκτισαν την Ι.Μ. Παναγίας Παμμακαρίστου στο Πογάνοβο της πόλης Δημήτροβγκραντ της Ν.Α. Σερβίας. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ι. Μ. του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια. Η Μονή είχε ιδρυθεί από τον συνασκητή του οσίου Παταπίου στην Αίγυπτο, όσιο Βάρα, έξω από την πύλη του Ρωμανού πριν από το 450μ.Χ. Με την συμβολή της αγίας ιδρύθηκε στη Μονή γυναικείο γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απηλπισμένων». Η ευλάβειά της προς τον όσιο Πατάπιο φαίνεται από το γεγονός ότι ο αγιογράφος του σπηλαίου του οσίου Παταπίου στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας θεώρησε απαραίτητο να ιστορήσει την αγία Υπομονή δίπλα από το σκήνωμα του οσίου.
Άνθρωπος φωτεινός και φωτισμένος η αγία Υπομονή, προικισμένη με πολλά τάλαντα, που τα «εμπορεύθηκε» με σύνεση και σωφροσύνη και τα πολλαπλασίασε, κατάφερε με την αρετή, την άσκηση και την καρτερία της να φθάσει σε δυσανάβατα μέτρα αρετής. Μια σημαντική φυσιογνωμία εκείνης της εποχής ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο ΙΑ’, «Επί τη κοιμήσει της μητρός Αυτού αγίας Υπομονής», αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:
Agia Ypomoni 03«Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσα όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγε κατάπληκτος από την δικήν της σοφία. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετή εκείνης.
Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετε εις την ιδικήν του περισσότερη σύνεση. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, γινόταν προσεκτικότερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διαπίστωνε ότι έχει ενώπιον του έμπρακτο Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξη από την υπομονή, την σύνεση και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την πλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονότερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεση, και, γνωρίζοντας την ταπείνωση εις το πρόσωπον της, μετανοούσε. Όταν την γνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερο ζήλο. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολική του φιλαυτία. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθε εις επικοινωνία μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».
Ο Θεός ευδόκησε να μην ζήσει τις τελευταίες τραγικές στιγμές της Αυτοκρατορίας. Την κάλεσε κοντά Του στις 13 Μαρτίου 1450, έχοντας διανύσει 35 χρόνια ως Αυτοκρατόρισσα και 25 ως ταπεινή μοναχή. Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού Αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κων/νον Παλαιολόγον επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:
«Ως προς δε την αοίδιμον, εκείνην Δέσποινα Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν».
Η «Αγία Δέσποινα», όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. «Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής».
Η μνήμη της τιμάται την 13η Μαρτίου.
Ἀπολυτίκιον Ὁσίας Ὑπομονής
Ἦχος πλ. α” – Τόν συνάναρχον Λόγον
Τήν κλεινήν βασιλίδα ἐγκωμιάσωμεν, Ὑπομονήν τἠν Ὁσίαν, περιστεράν εὐλαβή ἐκ τοῦ κόσμου πετασθείσαν τῆς συγχύσεως πρός τάς σκηνάς τοῦ οὐρανοῦ, ἐν ἀγάπῃ ἀκλινεί, ἀσκήσει καί ταπεινώσει βοώντες, θραύσον, λιταῖς σου ἡμῶν δεσμούς ἀνόμους, ἄνασσα.

Ένα αλλιώτικο τριήμερο

Στο Άγιο Όρος το τριήμερο έχει άλλες διαστάσεις και άλλες έννοιες. Εκεί δεν έχει γλέντια κοσμικά και πέταμα χαρταετού αλλά έχει γλέντια πνευματικά και πέταμα εγκάρδιας προσευχής προς τα ουράνια.



Εμείς εδώ «στον έξω κόσμο» έχουμε συνηθίσει με το να αναφερόμαστε στο τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας να εννοούμε το Σαββατοκύριακο που προηγείτο καθώς και την Καθαρά Δευτέρα μιας και αποτελεί τριήμερο αργίας για τους περισσότερους δημοσίους υπαλλήλους και όχι μόνο.


Αναφερόμαστε στα «γλέντια» που ξεκινούν από το βράδυ του Σαββάτου κορυφώνονται το επόμενο αυτό της Κυριακής με καρναβαλικές «παρελάσεις» και ολοκληρώνονται με την πλέον ημέρα αργίας, για το κράτος, με τα καθιερωμένα κούλουμα και το πέταμα του χαρταετού.

Στο Άγιο Όρος όμως το τριήμερο έχει άλλες διαστάσεις και άλλες έννοιες.

Δεν ξεκινά το Σάββατο πριν την Καθαρά Δευτέρα όπως εδώ σε εμάς, αλλά ξεκινά ανήμερα της Καθαράς Δευτέρας με την έναρξη της Μ. Τεσσαρακοστής, κρατά και εκεί τρεις ημέρες δηλαδή μέχρι την Τετάρτη το μεσημέρι περίπου (ανάλογα το τυπικό).

Εκεί δεν έχει γλέντια κοσμικά και πέταμα χαρταετού αλλά έχει γλέντια πνευματικά και πέταμα εγκάρδιας προσευχής προς τα ουράνια.

Όλοι οι πατέρες στις μονές και στα καλύβια το βράδυ της Κυριακής μετά τον εσπερινό της συγχωρέσεως και το απόδειπνο κλείνονται στα κελιά τους βγαίνουν μόνο για τα απολύτως αναγκαία.

Τράπεζα για φαγητό δεν στρώνεται αυτές τις τρεις μέρες παρά μόνο για τους επισκέπτες λίγο τσάι και λίγα παξιμάδια.

Για τρείς μέρες βγαίνουν από το κελί τους μόνο για να πάνε στην εκκλησία για τις ακολουθίες. Για τρεις μέρες δεν τρώνε παρά μόνο όσοι για λόγους υγείας επιβάλλεται.

Για τρείς μέρες κάποιοι από αυτούς δεν πίνουν ούτε νερό (μπορεί να ακούγεται υπερβολικό μα είναι όντως αληθινό και πολύ από εμάς το έχουμε ζήσει σε τυχόν επισκέψεις μας τέτοιες μέρες).

Για τρείς μέρες σιωπούν είναι ακόμη πιο «μαζεμένοι» από ότι συνήθως. Για τρείς μέρες μένουν κατά το ανθρωπίνως δυνατόν άγρυπνοι.

Για αυτές τις τρείς μέρες κάνουν αδιάλειπτη προσευχή, άλλοι όρθιοι, άλλοι γονατιστοί, άλλοι με μετάνοιες ακόμη κι αυτοί οι ανήμποροι που στα κρεβάτια τους ανίκανοι να σηκωθούν είναι, βρίσκονται με ένα κομποσκοίνι στα χέρια τους και ψελλίζουν. Ψελλίζουν την ευχή. Μια ευχή που περιλαμβάνει άπαντι των κόσμω.
Μια ευχή που ξεκινά από τα φθαρτά τους χείλη και φτάνει εκεί ψηλά στα ουράνια και παντοτινά!!!

Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό.

Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών.

Και έρχεται το πρωί της Τετάρτης, τότε όλοι βγαίνουν από τα κελιά τους και κατευθύνονται προς τις εκκλησιές.

Τελούν για μία ακόμη φορά τις ακολουθίες και μετέπειτα την Θεία Λειτουργία.

Μετά από αυτό λύεται η σιωπή τους σπάνε τα «δεσμά» ξαναγίνονται άνθρωποι και μπαίνουν στο πρόγραμμα τους αυτό που η καρδιά τους, τους το επιβάλει για την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, οδεύουν προς την τράπεζα όπου λιτά τρώνε αλάδωτο.

Για τρεις μέρες ξεπερνούν τον εαυτό τους και γίνονται σκεύη που εκπέμπουν θερμή και αδιάλειπτη προσευχή, όχι πως τις άλλες ημέρες του χρόνου δεν θερμαίνουν την πλάση με την προσευχή τους αλλά αυτές τις τρεις μέρες ξεχωρίζουν, σπάνε τα ανθρώπινα δεσμά και κυριαρχούν στις ανθρώπινες ανάγκες ακόμη και σε αυτές που αποτελούν άκρως βιώσιμες για τον άνθρωπο αυτές της βρώσις και της πόσης.
Δεν τρέφονται με υλική τροφή αλλά με προσευχή και έτσι τρέφουν κι ολόκληρη την πλάση με το έλεος Του, ευχόμενοι πως έστω σε αυτήν την περίοδο του έτους η ανθρώπινη ψυχή θα βρει το Φώς το Αληθινόν και καταπολεμώντας τα πάθη που μας καταστούν δούλους τους θα Αναστηθούμε και θα πορευτούμε εν οδό ειρήνης, φωτός και αληθείας για το υπόλοιπο της ζωής μας.
Πηγή.Τρελογιάννης

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

«Το στάδιον των αρετών ηνέωκται» – Εγκύκλιος του Σεβ. Μητροπολίτη μας ενόψει της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής


05/03/2019
Χριστιανοί μου Αγαπητοί

Από την Κυριακή της Τυροφάγου το απόγευμα εισερχόμαστε στην περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Την περίοδο αυτή, που είναι εντυπωσιακή και πολλαπλώς ωφέλιμη, όρισε η Εκκλησία μας από τα πρώτα βήματά της, και μάλιστα στα δύσκολα χρόνια που ο Χριστιανισμός έπρεπε να σταθεί στα πόδια του και να ξεπεράσει δυσκολίες και εμπόδια, που άλλοτε δημιουργούσαν οι κοσμικοί άρχοντες και οι εξωτερικοί εχθροί και άλλοτε τα δικά της πνευματικά παιδιά, κληρικοί και λαϊκοί. Είναι μια ευλογημένη περίοδος που αποσκοπεί στην ψυχική μας πρόοδο και στην πνευματική μας ζωή, όχι μόνο κατά το διάστημα που διαρκεί, αλλά και κατά την υπόλοιπη ζωή μας. Είναι γεμάτη από ιερές ακολουθίες και αγιαστικές πράξεις οι οποίες ιδιαίτερα συγκινούν τις ψυχές μας και δημιουργείται στον καθένα η επιθυμία όχι μόνο να τις παρακολουθεί αλλά και να συμμετέχει ουσιαστικά, ιδίως με την προσέλευση του στο μυστήριο της Θείας Κοινωνίας.

Στις μέρες μας, που είναι πονηρές και κινδυνεύει η ψυχική μας σωτηρία, είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε ότι η φετινή Μεγάλη Τεσσαρακοστή δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε δυο πράγματα σημαντικά για την ευτυχία μας και για την ψυχική μας ισορροπία.

Το πρώτο είναι ότι έχουμε πέσει πολύ χαμηλά. Δεν ξέρω αν υπάρχει σκαλοπάτι για να κατέβουμε πιο κάτω. Η βλασφημία είναι στο στόμα πολλών ανδρών ακόμη και γυναικών. Η αισχρολογία είναι το προσφάι πολλών νέων μας ακόμη και των μορφωμένων. Οι ευγενικές προσφωνήσεις «κύριε» και «κυρία» έχουν αντικατασταθεί με ανήθικες και κακόηχες λέξεις, οι οποίες ούτε αυτόν που τις λέγει ούτε αυτόν για τον οποίο τις λέξει, τιμούν. Οι αδικίες δίνουν και παίρνουν και προβάλλονται από τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας. Οι υψηλά ιστάμενοι αμαρτάνουν δημόσια και δεν εντρέπονται, κάποιοι μάλιστα απαιτούν και να τους χειροκροτούν. Η διαφθορά έπαυσε να είναι γνώρισμα μερικών ανθρώπων που θεωρούνται περιθωριακοί και απόβλητοι, αλλά βιώνεται και από σοβαρούς αξιωματούχους και μορφωμένους, οι οποίοι είναι πέραν πάσης υποψίας. Η μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας δεν ενδιαφέρει τους πολλούς ορθόδοξους Χριστιανούς και περιορίστηκε στους λίγους. Ο εκκλησιασμός των νέων μας δεν είναι ικανοποιητικός και το σύνθημα δίνεται από εκείνους που θα έπρεπε να είναι οι πραγματικοί φορείς της σωστής αγωγής και παιδείας.
Όμως αν δεν προχωρήσουμε στο δεύτερο  πράγμα που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, δεν ωφελούμαστε. Απλά θα μείνουμε στη διαπίστωση του λαθεμένου δρόμου που έχουμε πάρει. Είναι δυνατόν να απαλλαγεί από την αρρώστια του ο άνθρωπος, αν γίνει μόνο η διάγνωσή της ασθένειας του έστω από τον καλύτερο γιατρό; Ασφαλώς όχι. Πρέπει να προχωρήσει ή στη φαρμακευτική αγωγή ή στη χειρουργική επέμβαση. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και τώρα και μάλιστα με μεγαλύτερο ζήλο. Να κατανοήσουμε, δηλαδή, την ανάγκη και να προσπαθήσουμε σοβαρά να επανέλθουμε στον σωστό δρόμο. Να κόψουμε τη λαιμαργία μας με τη νηστεία, που την ορίζει αυστηρά η Εκκλησία μας κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Να προστρέξουμε στην Ακολουθία των Χαιρετισμών, για να νιώσουμε της στοργή της Μητέρας του Κυρίου μας, η οποία είναι κατά χάρη και δική μας Μητέρα. Να παρακολουθήσουμε τους κατανυκτικούς εσπερινούς κάθε Κυριακή απόγευμα και να προσέξουμε τα κηρύγματα, τα οποία είναι η Πνευματική μας τροφή και μας οδηγούν στην αυτοεξέτασή μας, στον αυτοέλεγχό μας και στη συνέχεια στο μυστήριο της εξομολόγησης, που είναι μια ευκαιρία να ξαναζήσουμε τη χαρά που μας έκλεψε η αμαρτία. Ακόμη, κατά την περίοδο αυτή επιβάλλεται να πιστέψουμε περισσότερο στην αγάπη του Θεού, ο οποίος σαρκώθηκε και σταυρώθηκε για μας και δεν πρέπει, δείχνοντας αχαριστία, να του δώσουμε «αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος». Είναι ευκαιρία, επίσης  να περιορίσουμε τις αποκριάτικες πολυέξοδες διασκεδάσεις, που δεν αφήνουν τίποτε στην ψυχή μας, απεναντίας αυξάνουν τα αδιέξοδα, διότι διασκορπίζουμε και μπροστά στα μάτια πεινασμένων ανθρώπων άσκοπα τα χρήματα, σε μια εποχή που λιγόστεψαν ανησυχητικά.

Αδελφοί μου αγαπητοί και παιδιά μου,
Αυτή η Μεγάλη Τεσσαρακοστή μπορεί να είναι για κάποιους η τελευταία της ζωής τους. Αυτή η περίοδος ενδέχεται να μην είναι σαν τις άλλες που ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Οι καιροί είναι πρωτόγνωροι, περίεργοι και επικίνδυνοι. Ας συνειδητοποιήσουμε τη χριστιανική μας ιδιότητα. Ας καταλάβουμε ότι η ζωή μας είναι λίγη και φεύγει γρήγορα. Προπάντων, όμως, να αξιοποιήσουμε ό,τι μας προσφέρει η φιλόστοργη μάννα μας, η Εκκλησία, και μάλιστα κατά την ευλογημένη περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, την οποία εύχομαι για όλους σας καλύτερη από κάθε προηγούμενη».

 Πηγή: www.immspartis.gr



Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Για ποιο λόγο νηστεύουμε τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή ;

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Την παλαιά εποχή πολλοί πιστοί προσέρχονταν στα μυστήρια χωρίς καμιά προετοιμασία και μάλιστα κατά την εποχή που ο Χριστός τα συνέστησε. Αντιλαμβανόμενοι οι πατέρες την παρακαλούμενη βλάβη από την απροετοίμαστη προσέλευσι, αφού συγκεντρώθηκαν καθιέρωσαν σαράντα ημέρες νηστείας, προσευχών, ακροάσεως του θείου λόγου και συνάξεων, ώστε, αφού καθαρισθούμε όλοι μας με κάθε επιμέλεια και με προσευχές και με ελεημοσύνη και με νηστεία και με ολονύκτιες παρακλήσεις και με δάκρυα μετανοίας και με εξομολόγησι και με όλα τα άλλα, να προσέλθουμε έτσι στην Θεία Κοινωνία με καθαρή κατά το δυνατό συνείδηση.
Και ότι μ αὐτὸ κατώρθωσαν μεγάλα πράγματα, συνηθίζοντας μας με την συγκατάβασι αυτή στην νηστεία, γίνεται φανερό από το εξής: Αν εμείς όλο τον χρόνο επιμείνουμε να φωνάζουμε και να κηρύσσουμε την νηστεία, κανείς δεν προσέχει στα λόγια μας· αν όμως έλθη ο καιρός της νηστείας της Τεσσαρακοστής, τότε, χωρίς κανείς να προτρέπη ούτε και να συμβουλεύη και ο πιο νωθρός αφυπνίζεται και ακολουθεί την προτροπή και την συμβουλή, που επιβάλλει ο καιρός.
Αν λοιπόν σε ρωτήσει ο Ιουδαίος και ο ειδωλολάτρης, για ποιόν λόγο νηστεύεις , μη πης, ότι νηστεύεις για το Πάσχα η για την θυσία του Σταυρού, γιατί θα του δώσης μεγάλη αφορμή για αντεκλίσεις. Γιατί δεν νηστεύουμε για το Πάσχα ούτε για τον Σταυρό, αλλά για τα δικά μας αμαρτήματα, επειδή πρόκειται να προσέλθουμε στα μυστήρια· γιατί το Πάσχα δεν είναι αιτία νηστείας ούτε πένθους, αλλά υπόθεσης ευφροσύνης και χαράς. Γιατί ο Σταυρός συνέτριψε την αμαρτία, έγινε καθάρσιο της οικουμένης, έγινε αιτία συμφιλιώσεως και εξαλείψεως της πολυχρόνιας έχθρας, άνοιξε τις πύλες του ουρανού, έκανε τους εχθρούς φίλους, επανέφερε στον ουρανό, τοποθέτησε στα δεξιά του θρόνου του Θεού την ανθρώπινη φύσι και μας πρόσφερε αμέτρητα άλλα πνευματικά αγαθά. Δεν πρέπει λοιπόν να πενθούμε ούτε να θλιβώμαστε, αλλά να αγαλλώμαστε και να χαιρώμαστε. Γι αυτό και ο Παύλος λέγει ̇ «Σε μένα ας μη συμβή να καυχηθώ για τίποτε άλλο, παρά μόνο για τον σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (Γαλ. 6,14). Και πάλι ̇ «Ο Θεός δείχνει την αγάπη του προς εμάς με το ότι, αν και ήμασταν αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για μας» (Ρωμ. 5,8). Κάτι παρόμιο λέγει και ο Ιωάννης ̇ «Γιατί τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο» (Ιω. 3,16). Πες όμως, πως; Αφού άφησε κατά μέρος όλα τα άλλα, ανέφερε τον σταυρό. Γιατί, αφού είπε, «τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο», πρόσθεσε, «ώστε έδωσε τον Μονογενή Υιο του να σταυρωθή, ώστε να μη χαθή ο καθένας που πιστεύη σ αὐτὸν, αλλά να έχη ζωή αιώνια» (Ιω. 3,16). Αν είναι λοιπόν ο Σταυρός αφορμή αγάπης και καύχημα, ας μη λέμε, ότι πενθούμε γι αυτόν. Γιατί δεν πενθούμε για εκείνον – μη γένοιτο – αλλά για τα δικά μας αμαρτήματα. Γι’ αυτό νηστεύουμε.

Τα ιερά μνημόσυνα – Εκ του αειμνήστου Καθηγητού Ιωάννου Φουντούλη

Του αειμνήστου Καθηγητού, Ιωάννου Φουντούλη

Θέμα τῆς παρούσης εἰσηγήσεως εἶναι «Τὰ ἱερὰ μνημόσυνα», δηλαδὴ οἱ ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν μας δεήσεις τῆς Ἐκκλησίας. Περιλαμβάνει δὲ δύο μέρη.
Στὸ πρῶτο προσπαθοῦμε νὰ δώσουμε μία ἱστορικὴ εἰκόνα τοῦ θέματος, δηλαδὴ κάνουμε μία ἀναδρομὴ στὴν περὶ μνημοσυνῶν παράδοση καὶ πρακτική τῆς Ἐκκλησίας ἀπ’ ἀρχῆς μέχρις ὅτου παγιώθηκε ἡ λειτουργικὴ τάξη. Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ στὴν ἱστορία, καὶ στὴν ἐδῶ περίπτωσή μας καὶ σὲ κάθε ἄλλο λατρευτικὸ θέμα, δὲν γίνεται ἁπλῶς ἀπὸ λόγους ἱστορικῆς περιέργειας, ἀλλὰ ἔχει οὐσιαστικὸ λόγο ὑπάρξεως καὶ καλλιεργείας. Ἔτσι κατοχυρώνουμε τὴν νομιμότητα τῆς λειτουργικῆς μας πράξεως καὶ ἐν προκειμένῳ τὶς δεήσεις ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων, ποὺ τελεῖ ἡ Ἐκκλησία γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν τους καὶ γιὰ παρηγοριὰ τῶν ζώντων.
Ἔτσι σκέπτεται, θεολογεῖ καὶ ἐνεργεῖ μία παραδοσιακὴ Ἐκκλησία, ὅπως εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος. Ἡ παράδοση δικαιώνει καὶ ἐπαληθεύει τὴν σημερινή μας πρακτική. Δὲν καινοτομοῦμε, ἀλλὰ ἀκολουθοῦμε τὴν τάξη ποὺ παραλάβαμε ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Σ’ αὐτὴν μὲ ταπείνωση καὶ ἐμπιστοσύνη στηριζόμαστε καὶ ἐν ὀνόματί της συνεχίζουμε τὴν πνευματικὴ καὶ λατρευτικὴ ζωὴ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἐπικαλούμενοι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, πιστεύοντας ὅτι ἡ εὐσπλαγχνία του θὰ νικήσει τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας.
Τὸ λέμε μὲ παρρησία στὶς εὐχὲς τῆς γονυκλισίας τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ κατὰ βάση εἶναι νεκρώσιμες εὐχές: «Ἐπιμέτρησον τὰς ἀνομίας ἡμῶν τοῖς οἰκτιρμοῖς σου· ἀντίθες τὴν ἄβυσσον τῶν οἰκτιρμῶν σου τῷ πλήθει τῶν πλημμελημάτων ἡμῶν» (α’ γονυκλισία, εὐχὴ πρώτη). Στὰ ἐρωτήματα ποὺ τίθενται ἀπὸ πιστοὺς καὶ μὴ πιστοὺς γιὰ τὸ ποιὰ εἶναι ἡ σκοπιμότητα καὶ ποιὸ τὸ ὄφελος γιὰ τοὺς κεκοιμημένους ἔχουν οἱ δεήσεις ποὺ κάνουν γι’ αὐτοὺς οἱ ζῶντες, ἐφ’ ὅσον «ἐν τῷ ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια», ἐμεῖς θὰ ἀπαντήσουμε ἐπικαλούμενοι τὴν ἀπὸ αἰώνων πράξη τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ φαινομενικὰ ἁπλοϊκό, «ἔτσι τὸ παραλάβαμε», δείχνει ὅλη τὴν ἐμπιστοσύνη μας καὶ τὴν ἀμετακίνητη καὶ ζωντανὴ ἐλπίδα μας στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν βεβαιότητα ὅτι ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζει τὴν πίστη της καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ στὸν κόσμο, ἀποτελεῖ γιὰ ὅλους μας τὴν ἐγγύηση ὅτι οἱ προσευχὲς μας γίνονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι θὰ εἶναι ὠφέλιμες γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν τεθνεώτων. Μὲ ποιὸ τρόπο θὰ γίνει αὐτό, τὸ ἀφήνουμε στὸ ἀνεξιχνίαστο πέλαγος τῆς πολυμήχανης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ περίπου εἶναι ἡ ἀπάντησή μας στὸ θέμα ποὺ ἀφορᾶ στὰ μνημόσυνα ἀπὸ λειτουργικὴ ἄποψη. Πῶς θεωρητικά, βάσει τῆς περὶ ἐσχάτων καὶ περὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς καὶ ἀναστάσεως διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς περὶ τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων θεολογίας της ἀντιμετωπίζεται τὸ θέμα, ἔχει ἐπαρκῶς ἀναλυθεῖ ἀπὸ τὶς προηγηθεῖσες θεωρητικὲς εἰσηγήσεις. Ἐμεῖς θὰ μείνουμε στὴν ἱστορικολειτουργικὴ του πλευρὰ μόνο.

Ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία καθιέρωσε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς εἰδικὲς προσευχὲς γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων πατέρων καὶ ἀδελφῶν μας. Αὐτὸ ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς πίστεως καὶ διδασκαλίας της ὅτι οἱ ἀποθανόντες πιστοὶ ζοῦν καὶ μετὰ θάνατον ἐν Χριστῷ καὶ ὅτι ἡ κοινωνία πίστεως καὶ ἀγάπης μεταξὺ ζώντων καὶ τεθνεώτων δὲν παύει νὰ ὑφίσταται, ἐκφράζεται δὲ μὲ ἀμοιβαῖες προσευχές. Οἱ ζῶντες δέονται ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων καὶ οἱ κεκοιμημένοι ὑπὲρ τῶν ζώντων καὶ μάλιστα οἱ ἅγιοι, ποὺ ἔχουν παρρησία στὸν Θεό. Ἔτσι καθιερώνονται προσευχὲς καὶ ἀκολουθίες ὑπὲρ τῶν τεθνεώτων εἰς μνήμην αὐτῶν, τὰ μνημόσυνα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει πανανθρώπινη παράδοση καὶ πρακτική, νεκρικὰ δηλαδὴ ἔθιμα ποὺ ὑφίσταντο κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἱδρύσεως καὶ ἐξαπλώσεως τῆς Ἐκκλησίας, καὶ πού, ἐκχριστιανιζόμενα καὶ ἀποκαθαιρόμενα ἀπὸ προλήψεις καὶ δεισιδαιμονίες, λαμβάνουν νέο περιεχόμενο καὶ νόημα καὶ συνεχίζονται ἀπὸ αὐτήν.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπαντοῦν μαρτυρίες γιὰ τὴν πρὸ Χριστοῦ ἰουδαϊκὴ πράξη. Στὸ Τωβὶτ 4,17 ὑπάρχει ἡ προτροπὴ «ἔκχεον τοὺς ἄρτους σου ἐπὶ τὸν τάφον τῶν δικαίων», ποὺ ὑπαινίσσεται τὴν τέλεση νεκροδείπνων στοὺς τάφους ἢ τὴν προσφορὰ ἐλεημοσυνῶν στοὺς φτωχούς, προφανῶς εἰς μνημόσυνο τῶν ἀπελθόντων. Στὸ Β’ Μακκαβαίων 12, 43-45 μαρτυρεῖται ἡ τέλεση θυσιῶν «περὶ ἁμαρτίας» ὑπὲρ τῶν «μετ’ εὐσέβειας κοιμωμένων». Ὁ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος ἔστειλε στὸν ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων τὰ ἀπαιτούμενα γιὰ νὰ τελεσθεῖ θυσία γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔπεσαν στὸν πόλεμο. Ἡ συγγένεια μὲ τὴν σχετική, μεταγενέστερα βέβαια, χριστιανικὴ πράξη εἶναι ἐμφανής.
Θυσίες ὅμως καὶ προσφορὲς ὑπὲρ τῶν νεκρῶν ἔκαναν καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. Ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου ἦταν γνωστὰ τὰ «περίδειπνα», κατὰ τὰ ὁποῖα ἐπιστεύετο ὅτι συνέτρωγε καὶ ὁ νεκρὸς μαζὶ μὲ τοὺς παρακαθημένους. Τὰ ἐπιμνημόσυνα δεῖπνα αὐτὰ ἐτελοῦντο σὲ ὁρισμένες τακτὲς ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου ἡμέρες, τὴν τρίτη, τὴν ἐνάτη, τὴν τριακοστὴ καὶ κατ’ ἔτος τὴν «γενέθλιο» ἡμέρα τοῦ νεκροῦ, δηλαδὴ κατὰ τὴν ἐπέτειο τῆς γεννήσεώς του – ὄχι τοῦ θανάτου του. Ἡ συγγένεια καὶ ἐδῶ μὲ τὴν χριστιανικὴ πρακτικὴ εἶναι ἐμφανέστατη.
Οἱ χριστιανοὶ συνεχίζουν, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὰ ἀνωτέρω μὲ ἕνα διπλὸ τρόπο· τὶς ἐλεημοσύνες ὑπὲρ τῶν τεθνεώτων, ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρὸς αὐτοὺς καὶ πρὸς τοὺς ἐνδεεῖς, καὶ τὶς προσευχές. Ἤδη οἱ «Ἀποστολικὲς Διαταγὲς» (τέλος Δ’ αἰῶνος) συνιστοῦν νὰ δίδονται «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων» τοῦ νεκροῦ καὶ «εἰς ἀνάμνησιν αὐτοῦ» ἐλεημοσύνες στοὺς φτωχοὺς (Η’ 42). Τὸ ἴδιο συνιστοῦν καὶ ὁ Χρυσόστομος, ὁ Ἱερώνυμος, ὁ Τερτυλλιανός, ὁ ψευδο-Ἀθανάσιος καὶ ἄλλοι παλαιοὶ πατέρες καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς. Παραλλήλως ὅμως ἐτελοῦντο στοὺς τάφους τῶν νεκρῶν καὶ τὰ «περίδειπνα» ἢ «μακαρίαι», ποὺ ἔχουν ἐπιβιώσει μὲ διάφορες ἐξελιγμένες μορφὲς κατὰ τόπους μέχρι σήμερα. Καὶ τὰ «περίδειπνα» δὲν εἶναι ἄσχετα πρὸς τὴν περὶ ἐλεημοσυνῶν πρακτική, ἀφοῦ σ’ αὐτὰ συνέτρωγαν ὄχι μόνο συγγενεῖς καὶ φίλοι τοῦ νεκροῦ, ἀλλὰ καὶ κληρικοί, πτωχοὶ καὶ ξένοι (Ἀποστ. Διαταγαὶ Η’ 44, Αὐγουστίνου Ἐξομολογήσεις Ι, 2, Βαλσαμὼν κ.λπ.). Εἶναι ἄξιο σημειώσεως τὸ πνευματικὸ νόημα ποὺ δίδεται ἀπὸ τὶς «Ἀποστολικὲς Διαταγὲς» στὶς συνεστιάσεις αὐτές, ὡς μίας πράξεως προσευχῆς καὶ πρεσβείας τῶν ζώντων ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων («ἐν δὲ ταῖς μνείαις αὐτῶν καλούμενοι μετὰ εὐταξίας ἐστιάσθε καὶ φόβου Θεοῦ, ὡς δυνάμενοι καὶ πρεσβεύειν ὑπὲρ τῶν μεταστάντων» Η’ 44).

Ἤδη πάντως στὶς «Ἀποστολικὲς Διαταγὲς» ὑπάρχουν ὄχι μόνο διαμορφωμένες εὐχὲς καὶ διακονικὲς αἰτήσεις «ὑπὲρ ἀναπαυσαμένων ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν ἡμῶν», ποὺ κατὰ βάσιν περιέχουν τὰ αἰτήματα ἀκόμα καὶ τὶς φραστικὲς διατυπώσεις ποὺ μᾶς εἶναι οἰκεῖες ἀπὸ τὶς ἐν χρήσει εὐχὲς («παρίδῃ αὐτῷ πᾶν ἁμάρτημα ἑκούσιον καὶ ἀκούσιον καί… κατατάξῃ εἰς χώραν εὐσεβῶν, ἀνειμένων εἰς κόλπον Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ… ἔνθα ἀπέδρα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμὸς» Η’ 41), ἀλλὰ καὶ μαρτυρία ὅτι ὑφίσταντο ἤδη ὡς καθοριζόμενα ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους τὰ τρίτα, τὰ ἔνατα, τὰ τεσσαρακοστὰ καὶ τὰ ἐνιαύσια μνημόσυνα. Δίδεται δὲ μία βιβλικὴ ἢ ὑποτυπώδης θεολογικὴ δικαίωση γιὰ τὸ καθένα:« Ἐπιτελείσθω δὲ τρίτα τῶν κεκοιμημένων ἐν ψαλμοῖς καὶ ἀναγνώσεσι καὶ προσευχαῖς διὰ τὸν διὰ τριῶν ἡμερῶν ἐγερθέντα• καὶ ἔνατα εἰς ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων καὶ τεσσαρακοστὰ κατὰ τὸν παλαιὸν τόπον, Μωϋσῆν γὰρ οὕτως ὁ λαὸς ἐπένθησε· καὶ ἐνιαύσια ὑπὲρ μνείας αὐτοῦ» (Η’ 42).
Παρόμοιες θεολογικὲς ἑρμηνεῖες μὲ ἀναγωγὲς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἢ στὴν θεολογικὴ σημασία τῶν ἀριθμῶν ἢ ἰδιαιτέρως στὸν βίο καὶ στὶς μετὰ τὴν ἀνάσταση ἐμφανίσεις τοῦ Κυρίου ἔχουν δοθεῖ πολλὲς γιὰ τὴν δικαιολόγηση τῆς ἐπιλογῆς τῶν ἡμερῶν τελέσεως τῶν μνημοσυνῶν: Ἁγία Τριάς, τριήμερος ταφὴ τοῦ Κυρίου (τὰ τρίτα), τὰ ἀγγελικὰ τάγματα ἢ ὁ ἱερὸς ἀριθμὸς 3 ἐπὶ 3 ἢ ἡ ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ὀγδόη μετὰ τὴν ἀνάσταση ἡμέρα (τὰ ἔνατα), ἀνάληψη τοῦ Κυρίου σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν ἀνάσταση (τὰ τεσσαρακοστὰ) κ.ο.κ.
Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἀναφέρει καὶ ἄλλες ἑρμηνεῖες ποὺ κυκλοφοροῦσαν κατὰ τὴν ἐποχή του, ποὺ συσχέτιζαν τὶς ἡμέρες τῶν μνημοσυνῶν μὲ τὶς ἀντίστοιχες φάσεις τῆς συλλήψεως καὶ τῆς διαμορφώσεως τοῦ ἐμβρύου ἀφ’ ἑνός, καὶ τῆς φυσικῆς διαλύσεως τοῦ σώματος μετὰ τὴν ταφὴ ἀφ’ ἑτέρου. Αὐτὲς βασιζόταν στὶς ἰατρικὲς γνώσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ δὲν τὶς υἱοθετεῖ ὁ Συμεών, ποὺ ὀρθῶς προτιμᾶ «πνευματικῶς νοεῖν πάντα καὶ θείως καὶ μὴ ἐκ τῶν αἰσθητῶν συνιστᾶν τὰ τῆς Ἐκκλησίας» (Διάλογος, κέφ. 371).
Ἕνα πάντως εἶναι σημαντικό, ὅτι ἡ Ἐκκλησία διατήρησε προχριστιανικὰ ἤθη ποὺ δὲν ἀντέλεγαν στὴ διδασκαλία της, ἔδωσε σ’ αὐτὰ νέο χριστιανικὸ νόημα καὶ τροποποίησε μερικὰ γιὰ θεολογικοὺς λόγους. Ἔτσι ἐνεργεῖ ὅταν μεταθέτει τὰ τριακοστὰ στὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα, ἐμφανῶς ἀπὸ ἰουδαϊκὴ ἐπὶδραση καὶ ἀπὸ συσχετισμὸ πρὸς τὴν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Ἔτσι τελεῖ καὶ τὰ ἐνιαύσια, ὄχι, κατὰ τὴν ἄνευ σημασίας ἡμέρα τῆς φυσικῆς γεννήσεως τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐν Χριστῷ γεννήσεως καὶ τελειώσεως καὶ εἰσόδου στὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴν ἡμέρα δηλαδὴ τῆς «κοιμήσεως» τῶν πιστῶν, τὴν «γενέθλιο ἡμέρα» τους. Δὲν ἐπιδίδεται σὲ ἀνούσιους καὶ ἀνωφελεῖς πολέμους καὶ σκιαμαχίες, ἀλλὰ ἀναπλάθει ἐν Χριστῷ τὸν κόσμο. Πολὺ σοφὴ τακτική.

Ἀπὸ τὰ σωζόμενα τυπικὰ διαφόρων Μονῶν μαθαίνομε τὰ νεκρικὰ ἔθιμα ποὺ τηροῦνταν στὰ μοναστήρια καὶ προφανῶς καὶ στὶς κατὰ κόσμον ἐκκλησίες. Ἐπὶ τὶς σαράντα πρῶτες ἡμέρες ἐγίνετο καθημερινῶς κατὰ τὶς ἀκολουθίες τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ ὄρθρου εἰδικὴ δέηση ὑπὲρ τοῦ κοιμηθέντος καὶ προσεφέρετο ὑπὲρ αὐτοῦ ἡ ἀναίμακτος θυσία. Στὴν ἰδιαιτέρως μεγάλη σπουδαιότητα τῆς τελέσεως τῆς θείας εὐχαριστίας ὑπὲρ τοῦ κεκοιμημένου, τῆς μνημονεύσεώς του κατ’ αὐτὴν καὶ τῆς ὠφελείας του ἀπὸ αὐτὴν ἀναφέρονται οἱ πατέρες ἀπὸ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων (Δ’ αἰών), ποὺ τονίζει ὅτι «μεγίστην ὤνησιν»( μεγάλη ὠφέλεια) εὑρίσκουν οἱ ψυχὲς «ὑπὲρ ὧν ἡ δέησις προσφέρεται τῆς ἁγίας καὶ φρικωδέστατης προκειμένης θυσίας» (Μυσταγωγικὴ Κατήχησις Ε’9), μέχρι καὶ τοῦ ἁγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης (ΙΕ’ αἰών).
Ὁ τελευταῖος συνδυάζει τὴν παραδοσιακὴ περὶ λειτουργίας θεολογία, εἰδικότερα στὴν ἐκ τῆς μνημονεύσεως τῶν κεκοιμημένων κατὰ τὴν ἐξαγωγὴ τῶν μερίδων στὴν πρόθεση ὠφέλεια, γιατί μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν διὰ τῆς μερίδος τους στὸ δισκάριο μετέχουν μυστηριωδῶς καὶ ἀοράτως τῆς χάριτος, κοινωνοῦν, παρακαλοῦνται, σώζονται καὶ εὐφραίνονται ἐν Χριστῷ (Διάλογος, κεφ. 373). Ἂν ἀπέθνησκε κάποιος κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς ἢ ἡ περίοδος τῶν σαράντα λειτουργιῶν ἐνέπιπτε μερικῶς μέσα σ’ αὐτή, ἐγίνετο μία εὔλογη διευθέτηση. Τὰ τρίτα ἐτελοῦντο τὸ πρῶτο Σάββατο, τὰ ἔνατα τὸ δεύτερο καὶ τὸ σαρανταλείτουργο ἄρχιζε ἀπὸ τὴ Δευτέρα μετὰ τοῦ Θωμᾶ. Ἡ διάταξη αὐτὴ εἶναι πολλαπλῶς σημαντικὴ καὶ θὰ ἐπανέλθουμε στὸ δεύτερο μέρος τῆς εἰσηγήσεως.
Ἂς κρατήσουμε τὸ βασικό της δίδαγμα ὅτι τὸ κυρίως μνημόσυνο τοῦ κεκοιμημένου γίνεται διὰ τῆς θείας λειτουργίας ἤ, μὲ ἄλλους λόγους, ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἀκολουθία τοῦ μνημοσύνου εἶναι συνδεδεμένη ἀρρήκτως μὲ τὴν τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας, ὅπως εἴδαμε παλαιότερα γιὰ τὸ βάπτισμα, τὸν γάμο, τὸ εὐχέλαιο κ.λπ.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀτομικὰ μνημόσυνα ποὺ γίνονται κατὰ τὴν τρίτη, ἐνάτη, τεσσαρακοστὴ ἀπὸ τὴν ἀπὸ τῆς κοιμήσεως ἡμέρα καὶ κατὰ τὴν κατ’ ἔτος μνήμη τοῦ θανάτου τοῦ κεκοιμημένου, ἡ Ἐκκλησία ἔχει εἰσαγάγει σ’ ὅλες τὶς ἀκολουθίες τῆς δεήσεις ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν καὶ μακαρίας μνήμης τῶν προκεκοιμημένων πατέρων καὶ ἀδελφῶν μας, δηλαδὴ γενικῶν δεήσεων ἢ καὶ εὐχῶν, ποὺ μποροῦν νὰ ἐξειδικευθοῦν μὲ τὴν μνημόνευση ὀνομάτων. Ἔτσι ἔχουμε τὶς ἐκτενεῖς τοῦ ἑσπερινοῦ, τοῦ ὄρθρου καὶ τῆς θείας λειτουργίας (« Ἐλέησον ἡμᾶς, ὁ Θεός… Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ μακαρίας μνήμης καὶ αἰωνίου ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν…»), τὴν ἀκολουθία τῆς προσκομιδῆς καὶ τὰ μετὰ τὸν καθαγιασμὸ δίπτυχα τῆς θείας λειτουργίας, τὸ «Εὐξώμεθα» τοῦ μεσονυκτικοῦ καὶ τοῦ ἀποδείπνου, τὸ νεκρώσιμο τροπάριο στὴν τριθέκτη καὶ ἰδιαιτέρως τὸ δεύτερο μέρος τοῦ καθημέραν μεσονυκτικοῦ, ποὺ στὶς πηγὲς χαρακτὴρίζεται «τρισάγιον ὑπὲρ τῶν κεκοιμημένων» καὶ περιλαμβάνει δύο ψαλμοὺς (τὸν ρκ’ καὶ ρλγ’), τρισάγιο κ,λπ., τρία νεκρώσιμα τροπάρια («Μνήσθητι, Κύριε, ὡς ἀγαθός…» κ,λπ.) καὶ θεοτοκίο καὶ τὴν νεκρώσιμο εὐχὴ («Μνήσθητι, Κύριε, τῶν ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως…»).

Στοὺς κεκοιμημένους καὶ στὶς ὑπὲρ αὐτῶν δεήσεις εἶναι ἀφιερωμένα ὅλα τὰ Σάββατα τοῦ ἔτους. Κατ’ αὐτὰ ψάλλονται νεκρώσιμα τροπάρια καὶ κανὼν κατὰ τὸν ἦχον τῆς ἑβδομάδος, τελοῦνται δὲ κανονικῶς καὶ τὰ μνημόσυνα. Ἑξαιρέτως δὲ δύο Σάββατα κατ’ ἔτος, τὸ Σάββατον πρὸ τῆς Ἀπόκρεω καὶ τὸ Σάββατον πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι ἡμέρες κοινῶν καὶ πανδήμων μνημοσυνῶν ἀφοῦ κατ’ αὐτὰ «μνήμην ἐπιτελοῦμεν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κεκοιμημένων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, πατέρων καὶ ἀδελφῶν». Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Σαββάτου ὡς νεκρωσίμου ἡμέρας ὀφείλεται ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὸν χαρακτηρισμό της στὴν Γένεση ὡς ἡμέρας «καταπαύσεως» ἀπὸ τῶν ἔργων τοῦ δημιουργοῦ του κόσμου Θεοῦ (Γεν. β’2), ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν κατὰ τὸ Σάββατο ἐκεῖνο τῆς ἑβδομάδος τῶν ἁγίων παθῶν «σαββατισμὸ» τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν τάφο. Ἀνάλογες νεκρώσιμες ἑορτὲς κατ’ ἔτος ὑπῆρχαν καὶ στὸν προχριστιανικὸ κόσμο ποὺ ἀντικατεστάθησαν ἀπὸ τὰ κοινὰ μνημόσυνα τῶν δύο Ψυχοσαββάτων. Στὸ Σάββατο πρὸ τῆς Ἀπόκρεω μεταξὺ ς’ καὶ ζ΄ ὠδῆς τοῦ κανόνος τοῦ ὄρθρου ὑπάρχει θαυμάσιο Συναξάριο γραμμένο ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο, στὸ ὁποῖο ἀναλύεται ἡ περὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ διεξοδικῶς ἐκτίθενται τὰ περὶ μνημοσυνῶν καὶ τῆς ἐξ αὐτῶν ὠφελείας τῶν ψυχῶν τῶν κεκοιμημένων.

Τελετουργικὰ Θέματα τ. Γ΄, Ἔκδ. Ἀποστ.Διακονίας, 2007

Εκ του ορθοδόξου ιστολογίου του Ιερού Ναού Αγίας Ζώνης Πατησίων agiazoni.gr