Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Η ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

      Ἂς δοῦμε μερικὰ στοιχεῖα που χαρακτηρίζουν τὴν προηγιασμένη θεία Λειτουργία καὶ τὶς δίνουν τὴν κατανυκτικὴ ἰδιαιτερότητα. Κατ’ ἀρχὰς εἶναι ὅπως εἴπαμε ἐσπερινὴ ἀκολουθία, ἔχει ἐσπερινὴ δομή, εἶναι ἐσπερινός. Ἔχει τὸν προιμιακὸ ψαλμό «Κύριε ἐκέκραξα…», στίχους καὶ τροπάρια, «Φῶς ἱλαρόν» καὶ ἀναγνώσματα. Μάλιστα διαβάζουμε μετὰ τὰ εἰρηνικὰ καὶ πρὶν τὸ «Κύριε ἐκέκραξα…» μία ὁμάδα ψαλμῶν που ὀνομάζεται κάθισμα. Ξέρετε ὅτι τὸ ψαλτήρι, οἱ 150 ψαλμοί που περιέχει, χωρίζονται σὲ 20 ὁμάδες, σὲ 20 ἑνότητες τὰ λεγόμενα καθίσματα. Στην προηγιασμένη διαβάζουμε τὸ 18ο κάθισμά που περιλαμβάνει τοὺς ψαλμοὺς, ἀπὸ τὸν 119ο ἕως τὸν 133ο. Αὐτοὶ οἱ ψαλμοὶ ἤταν ὠδὲς τῶν ἀναβαθμῶν, τοὺς ἔψαλαν δηλαδὴ σὰν λιτανευτικοὺς ὕμνους. «Εἰς οἶκον κυρίου πορευσόμεθα», «ἰδοὺ δὴ εὐλογεῖται τὸν κύριον… οἱ ἑστῶτες ἐν οἴκῳ κυρίου», «ἐν ταῖς νυξὶν ἐπάρατε τάς χεῖρας ὑμῶν εἰς τὰ ἅγια». Ἐνῶ διαβάζονται αὐτοὶ οἱ ψαλμοὶ, ὁ λειτουργὸς λαμβάνει τὸν ἅγιο ἄρτο που τὸν ἔχει φυλάξει στο ἀρτοφόριο ἀπό τὴν προηγούμενη Κυριακὴ, τὸν τοποθετεὶ στο δισκάριο καὶ τὸν μεταφέρει στην πρόθεση. Ὅλα αὐτὰ γίνονται χωρὶς ὁ ἱερεὺς να λέει τίποτα. Ὅλα ἔχουν εἰπωθεὶ στήν θεῖα Λειτουργία της Κυριακής. Παρόλο ὅμως που ἔχει ἐσπερινὴ δομή, εἶναι Λειτουργία. Αρχίζει μὲ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεῖα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματός» που εἶναι ἡ ἐνάρξῃ τῶν λειτουργιῶν καὶ τῶν μυστηρίων καὶ ὄχι μὲ τὸ «Εὐλογητὸς ὁ Θεός…» ποὺ ἀρχίζει ὁ ἐσπερινὸς καὶ οἱ ἄλλες ἀκολουθίες.
      Ἡ προηγιασμένη ἔχει ἀναγνώσματα ἀπό τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅπως ἔχουν καὶ οἱ πανηγυρικοὶ ἐσπερινοί. Μάλιστα οἱ προηγιασμένες τῆς πρώτης ἑβδομάδος τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστὴς καὶ τῆς μεγάλης ἑβδομάδος, μαζὶ μὲ τὰ παλαιοδιαθηκικὰ ἀναγνώσματα, ἔχουν καὶ εὐαγγελικά, λέγεται δηλαδὴ εὐαγγέλιο. Μετὰ τὰ ἀναγνώσματα καὶ πρὶν τὸ εὐαγγέλιο παρεμβάλλεται τὸ «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου…»  ποὺ τὸ ψάλουμε στην ἀρχὴ τοῦ ἐσπερινού. Αὐτὸ τώρα ψάλλεται σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ Πρώτου ἄλλα ἡ παλαιότερη παράδοση τὸ ἤθελε σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου. Κάποιοι λειτουργιολόγοι ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ «Κατευθυνθήτω» στή συγκεκριμένη θέση, μᾶλλον εἶναι κατάλοιπο κοινωνικοῦ ψαλμοῦ, ποὺ ψάλλουμε κατὰ τὴν προετοιμασία τῆς θείας Κοινωνίας. Νομίζω ὅμως ὅτι σ’ αὐτὴ τή θέση, περισσότερο σὰν προκείμενο τοῦ εὐαγγελίου, ἀντὶ ἀλληλουαρίων, μου ἀκούγεται, παρὰ σὰν κοινωνικό. Τὸ ὅτι δεν εἶναι κατάλοιπο κοινωνικοῦ ἀλλὰ προκείμενο εὐαγγελίου φαίνεται καὶ ἀπό τὸ γεγονὸς ὅτι συνδέεται μὲ θυμίαση, ἐνῶ στο κοινωνικὸ δεν ἔχουμε θυμίαση ἀφοῦ αὐτὴ γίνεται μετὰ τὴν θεία Κοινωνία.
      Αὐτό που κάνει ἰδιαίτερη ἐντύπωση, εἶναι ὅτι ἡ θεία Λειτουργία τῶν προηγιασμένων δώρων διατηρεί τις δεήσεις ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων, τὰ λεγόμενα κατηχούμενα. Στήν σημερινὴ ἐποχή ἡ ἁπάλειψη, ἡ κατάργηση τῶν δεήσεων για τοὺς κατηχουμένους ἔχει δικαιολογία ὅτι «δεν ἔχουμε σήμερα κατηχουμένους στην ἐκκλησία καὶ γι’ αὐτὸ δεν ὑπάρχει λόγος να λέγονται τὰ κατηχούμενα». Αὐτὴ ἡ ἄποψη δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Τήν θεία Λειτουργία τὴν προσφέρουμε μόνο για τοὺς παρόντες ἣ για ὅλο τὸν κόσμο; «τὸν σύμπαντα κόσμο»; Μέσα σ’ αὐτὸν εἶναι καὶ οἱ κατηχούμενοι. Θυμόμαστε τοὺς κατηχουμένους τῶν ἱεραποστολὼν καὶ δίνουμε τὸν ὀβολὸ μας για τὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή τήν στιγμή που χάσαμε τήν λατρευτικὴ εὐαισθησία μας καὶ καταργήσαμε, σβήσαμε τις εὐχὲς για τοῦς κατηχουμένους τῆς ἱεραποστολὴς, ἀπό τὴν θεία μας Λειτουργία, για να τὴν συρρικνώσουμε καὶ ἀπὸ οἰκουμενικὴ να τὴν κάνουμε κρατική, ἐπαρχιακή, δημοτική, τοπικὴ καὶ στή συνέχεια, λειτουργία ἰδιωτική. Τὰ κατηχούμενα πρέπει να λέγονται. Δηλαδὴ ἐπειδὴ δεν ἔχουμε σήμερα κατηχούμενους δεν θὰ λέμε κατηχούμενα; Μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸ θά που κάποιοι, «ὅταν δεν ἔχουμε πιστοὺς να κοινωνήσουν, δεν χρειάζεται να τέλουμε θεία Λειτουργία». Φυσικὰ για τὸ ὀρθόδοξο βίωμα, τέτοιες ἀριθμολογικὲς καὶ ποσοτικὲς ἀντιλήψεις εἶναι ἀπαράδεκτες. Ἀνεξάρτητα ἀπό τὸν ἀριθμὸ κατηχουμένων ἣ πιστῶν, ἡ ἐκκλησία ζει καὶ βιώνει τήν θεία Λειτουργία, τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τὴν εὐαισθησία για τοὺς κατηχούμενους διατηρεὶ ἡ λειτουργία τῶν προηγιασμένων.
      Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο μαζὶ μὲ τὰ κατηχούμενά που διατηρεὶ ἡ προηγιασμένη εἶναι οἱ δεήσεις «ὑπὲρ τῶν πρὸς τὸ φώτισμα εὐτρεπιζομένων». Οἱ «πρὸς τὸ φώτισμα εὐτρεπιζόμενοι» ἤταν οἱ κατηχούμενοι των οποίων τελείωνε ἡ μαθητεία τοὺς περί της πίστεως καὶ ἐτοιμαζόταν να βαπτισθοὺν τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Οἱ δεήσεις τῆς σρακοστιανὴς Λειτουργίας, γι’ αὐτούς που ἐτοιμαζόταν να βαπτισθούν, ἀποδεικνύει τὴν προβαπτισματικὴ σπουδαιότητά που εἶχε ἡ μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὴν ἀξία τῆς Τεσσαρακοστὴς ὡς προετοιμασίας για τὸ βάπτισμα. Αὐτὲς οἱ εὐχὲς τῶν πρὸς τὸ φώτισμα εὐτρεπιζομένων ἀρχίζουν καὶ λέγονται ἀπό τὴν τετάρτη ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς καὶ συγκεκριμένα ἀπό τὴν Τετάρτη τῆς Δ΄ ἑβδομάδος ἣ μεσονηστησίμου.
      Μετὰ τὰ κατηχούμενα εἶναι ἡ ὥρα  τοῦ Χερουβικού. Στην προηγιασμένη Λειτουργία ἀντὶ Χερουβικοὺ ψάλεται τὸ «Νῦν αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν» σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ Δευτέρου. Αὐτὸς ὁ ὕμνος περικλείει ὅλο τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ὕφος τῆς προηγιασμένης, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται «θυσία μυστική» καὶ «τετελειωμένη». Ὁ Ἀμνὸς εἶναι ἤδη ἁγιασμένος. Καὶ εἶναι, καὶ ἔρχεται. Ἔρχεται σὲ ἐκπληρώσῃ τῆς προσδοκίας τῶν πιστῶν, «καὶ πάλιν ἐρχόμενον» ὅπως λέμε στο «Πιστεύω», «ὁ κύριος ἐγγύς», «ἔρχου κύριε». Αὐτὴ τήν μυστικότητα, τήν μυστηριακή τάση, δηλώνει τὸ κλείσιμο τῶν παραπετασμάτων, τῶν θυρῶν. Ἕνα μειονέκτημά που ἔχει αὐτὸ τὸ κλείσιμο τῆς Ωραίας Πύλης εἶναι ἡ δυσκολία τῆς άμεσης συμμετοχῆς τῶν πιστῶν. Ἴσως οφείλουμε να δοῦμε αὐτὸ τὸ κλείσιμο των Βημοθύρων ἐὰν πρέπει να ἐπιστρέψει στην θύρα τοῦ κυρίως Ναοῦ. Ἐκτὸς ἀπὸ «μυστικὴ», ἡ προηγιασμένη εἶναι καὶ «τετελειωμένη». Εἶναι δηλαδὴ ἑτοίμη, ολοκληρωμένη. Ἔχει γίνει ἡ Λειτουργία, δεν χρειάζεται τίποτε ἄλλο. Ὁ Χριστὸς εἶναι πάρων «πρὸς βρόσιν τοῖς πιστοῖς». Ὁ λειτουργὸς εἰσοδεύει τὸν Χριστὸ έχοντας καλυμμένο τὸ κεφάλι μὲ τὸν ἀέρα, τὸ ὕφασμα δηλαδὴ ἐκείνο που καλύπτουμε τὰ Τίμια Δῶρα, χωρίς να εκφωνεί κάτι, μόνο ψιθυρίζει τὸ «Δι εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν…».
      Μετὰ τὴν  εἴσοδο, μοιάζει σὰν να κόψαμε ἕνα κομάτι τῆς θείας Λειτουργίας ἀπό τὴν δεήση πρὶν τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ τὸ προσθέσαμε στην προηγιασμένη. Ἀκολουθεῖ τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Πρόσχωμεν τὰ προηγιασμένα ἅγια τοῖς ἁγίοις», η ἑτοιμασία, η θεία κοινωνία, η εὐχαριστία, κ.λ. Στο τέλος τῆς προηγιασμένης θείας Λειτουργίας ὑπάρχουν δύο στοιχεῖα που τῆς δίνουν ἰδιαίτερο σαρακοστιανὸ χρῶμα. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ ὀπισθάμβωνος εὐχή. Ὀπισθάμβωνο εὐχὴ στή θεία Λειτουργία εἶναι τὸ «Ο εὐλόγων τοὺς εὐλογούντας σὲ κύριε» κ.λ. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀπισθάμβωνος εὐχή καὶ λέγεται ἔτσι διότι παλαιότερα που ὁ Άμβωνας, ἐκεῖ που λέει ὁ διάκονος τὸ εὐαγγέλιο, ἤταν στο μέσον τῶν ναῶν, ἡ εὐχὴ αὐτὴ διαβαζόταν πίσω, ὄπισθεν τοῦ ἄμβωνος καὶ ἔτσι ὀνομάστηκε «ὀπισθάμβωνος» εὐχή. Στην προηγιασμένη δεν λέμε για ὀπισθάμβωνο τὸ «ὁ εὐλόγων τοὺς εὐλογούντας σὲ κύριε…», ἀλλὰ αὐτήν που αναφέρει «Δεσπότα παντοκράτωρ ὁ πᾶσαν τὴν κτίσιν ἐν σοφίᾳ δημιουργήσας». Αὐτὴ λοιπὸν ἡ εὐχὴ ἀποτυπώνει ὅλο τὸν σκοπὸ τῆς σαρακοστιανὴς λατρείας. Γράφει η ευχή. «…παρασχοὺ καὶ ἡμῖν, Ἀγαθέ, τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἀγωνίσασθαι, τὸν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι, τὴν πίστιν ἀδιαίρετον τηρήσαι, τάς κεφαλὰς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλάσαι, νικητάς τε τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι, καὶ ἀκατακρίτως φθάσαι προσκυνήσαι καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν».

      Πρὶν τὸ «Δι’ εὐχῶν» διαβάζονται δυο ψαλμοὶ, ο 33ος «Εὐλογήσω τὸν κύριον ἐν παντὶ καιρῷ» καὶ ὁ 144ος «ὑψώσω σὲ ὁ Θεός μου». κατὰ τήν διάρκεια τῆς ἀναγνώσεώς τους, γίνεται ἡ διανομὴ τοῦ Αντιδώρου. Στην θεία Λειτουργία τὸ ἀντίδωρο μοιράζεται ἀπό τὸν ἱερέα μετὰ την απόλυση, αφού δηλαδή τελειώσει, για να φύγουμε, ἐνῶ στην προηγιασμένη πρὶν τὸ τέλος, στή διάρκεια τῆς ἀκολουθίας. Καὶ ἀφοῦ λάβουμε τὸ ἀντίδωρο ἐπανερχόμεθα στην διατεταγμένη θέση μας ἕως τὸ «Δι’ εὐχῶν» καὶ μετὰ ἀποχωροῦμε. Να παρατηρήσουμε ἀκόμη ὅτι τὸ κατανυκτικὸ καὶ λιτὸ τῆς προηγιασμένης δεν ἐπιτρέπει συλλείτουργο, δηλαδὴ δεν λειτουργοῦν πολλοὶ ἱερεῖς μαζί. Τὴν προηγιασμένη τὴν τέλει ἔνας  ἱερεύς μὲ ἔναν διάκονο ἐὰν ὑπάρχει. Ἀκόμη καὶ ὁ ἐπίσκοπος τελεῖ τὴν προηγιασμένη μὲ ἔναν ἱερέα καὶ ἕνα διάκονο. Τὰ ἄμφια τῶν λειτουργῶν, τὰ καλύμματα καὶ τὰ παραπετάσματα εἶναι σκούρα, μελανοῦ χρώματος, πένθιμα. Στους ὀρθοδόξους ναούς που ἔχουμε χαρμολύπη συνηθίζονται τὰ μωβ ἣ μελιτζανιά, ἐνῶ καλὸν εἶναι να ἀποφεύγονται τὰ μαῦρα καλύμματα καὶ ἄμφια, να περιορίσουμε την χρήση του του μαῦρου χρῶματος, διότι δηλώνει ἀπόλυτο πένθος καὶ μᾶλλον εἶναι ξενόφερτο καὶ ὄχι ὀρθόδοξο. Φυσικὰ δεν γίνεται χρήση ἠλεκτρικῶν λυχνιῶν, δεν ἀνάβουμε ἠλεκτρικὰ φῶτα, οὔτε κάνουμε χρήση μεγαφώνων για να μην διαταράξουμε το κατανυκτικό ύφος που αρμόζει στην προηγιασμένη θεία Λειτουργία.

Απόσπασμα από το βιβλίο "ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟΝ ΜΝΗΜΕΣ ΚΑΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ", σελ. 134 - 139.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου