Σε μια μεγάλη, δασωμένη ρεματιά, στο Άγιον Όρος, βρισκότανε και η Καλύβη των Εισοδίων της Θεοτόκου, ένα μικρό φτωχικό κελί, όπου ζούσαν ο γέροντας ιερομόναχος με τον υποτακτικό του.
Στο ταπεινό τους προσκυνητάρι έλεγαν ευλαβικά τις προσευχές τους και μονάχα για τη Θεία Λειτουργία πήγαιναν στον μεγάλο ναό, αρκετά μακριά από το κελάκι τους, όπου μαζεύονταν όλοι κελιώτες μοναχοί, για να παρακολουθήσουν τη Θεία Λειτουργία και να κοινωνήσουν.
Σάββατο απόγευμα ήτανε. Προτού σκοτεινιάσει θα χτυπούσε το σήμαντρο για την ολονύκτια αγρυπνία.
-Μείνε, παιδί μου, εδώ εσύ, είπε ο γέροντας στον υποτακτικό του. Πάω εγώ μόνος μου στη λειτουργία. Εσύ αποτελείωσε τις δουλειές σου και κάνε μονάχος σου την ακολουθία με το κομποσχοίνι και την ευχή.
– Να ΄ναι ευλογημένο, γέροντα! Την ευχή σου, είπε το καλογεράκι και ασπάστηκε με σεβασμό το χέρι του γέροντά του.
Έφυγε βιαστικά ο γέροντας.
Γρήγορα αποτελείωσε τη δουλειά του το καλογεράκι. Κάθισε στο σκαμνί, εκεί στη γωνιά, κι έπιασε το κομποσχοίνι: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν. Κύριε…», ψιθύριζαν τα χείλη του κι η ψυχή του γονάτιζε μπροστά στο μεγαλείο του Θεού.
Είχε νυχτώσει πια για καλά. Προχώρησε η νύχτα της καλοκαιριάτικης 11ης Ιουνίου του 980. Σε μια στιγμή χτύπησε η πόρτα του καλυβιού. Ώσπου ν΄ ακούσει ο μοναχός, που ήτανε αφοσιωμένος στην προσευχή του, χτύπησε και ξαναχτύπησε.
«Κανένας νυχτωμένος αδελφός θα ξέμεινε στις ερημιές και στα σκοτάδια, είδε το φως του καντηλιού μας και μας χτυπάει», σκέφτηκε το καλογέρι κι έτρεξε ν΄ ανοίξει.
Πραγματικά! Ένας νέος, ομορφοκαμωμένος μοναχός στεκότανε στην πόρτα!
– Καλώς τονε! Πέρασε! του είπε ευγενικά και τον έμπασε στο φτωχικό κελάκι.
– Ξέμεινα στο βουνό κι είπα να μείνω εδώ τη νύχτα, αν γίνεται, είπε ο επισκέπτης.
– Μετά χαράς! Να, το κρεβάτι του γέροντα είν΄ αδειανό. Πήγε, βλέπεις, στην αγρυπνία. Βολέψου εκειδά για δυο τρεις ώρες, ώσπου να σηκωθούμε για τον όρθρο.
Βολεύτηκε ο αδελφός στου γέροντα τη γωνιά, κουλουριάστηκε κι ο μοναχός στο ξύλινο γιατάκι του. Ξεκλέψαν καναδυό ώρες ύπνο. Αξημέρωτα πεταχτήκανε για τον όρθρο.
Έβαλε λάδι στο καντήλι ο μοναχός, ανάψανε μια λαμπάδα μπρος στην εικόνα της κυρίας Θεοτόκου και αρχίσανε μία ο ένας, μία ο άλλος τις προσευχές του όρθρου. Μια ανείπωτη χαρά, μια ευφροσύνη ξεχείλιζε την καρδιά του υποτακτικού. «Είναι, ως φαίνεται, που κάνουμε την προσευχή με τούτον τον ευλογημένο αδελφό», σκεφτότανε το καλογεράκι.
Όταν ήρθε η στιγμή να ψάλλουνε τον αγγελικό ύμνο στη Θεοτόκο, άρχισε με δυνατή φωνή ο μοναχός, όπως τον ήξερε, όπως τον ψάλλανε ως τότε, όπως τον είχε γράψει ο άγιος Κοσμάς, ο Ποιητής: «Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν άσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ». Μα σαν τελείωσε, του λέει ο ξένος αδελφός:
– Δεν είναι έτσι. Να, το σωστό είναι όπως θα σου το ψάλλω εγώ.
Κι άρχισε γλυκόφωνα να ψάλλει:
«Ἄξιον ἐστί ὡς ἀληθώς, μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τήν τιμιωτέραν τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν ἀδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον, Σέ μεγαλύνωμεν».
– Τι όμορφο που είναι! Και πόσο γλυκά ψάλλεις! Πρέπει να το μάθω κι εγώ.
Τελείωσαν την προσευχή τους. Ξημέρωσε.
– Ώρα να πηγαίνω, είπε ο ξένος.
– Στάσου! Πες μου άλλη μια φορά τον ύμνο στη Θεοτόκο! Πρέπει να τον μάθω.
– Φέρε μου χαρτί και μελάνι να σου τον γράψω.
– Πού να βρεθεί στο καλύβι μας χαρτί και μελάνι!
– Φέρε μου τότε μια πλάκα.
Axion EstiΈφερε την πέτρινη πλάκα το καλογεράκι κι ο επισκέπτης του άρχισε με το δάχτυλο να γράφει πάνω στην πλάκα: «Ἄξιον ἐστιν…» και τα γράμματα γράφονταν βαθιά-βαθιά, λες κι η πλάκα ήτανε από κερί και το δάχτυλό του λες κι ήτανε γραφίδα.
Σαν τελείωσε, «να, έτσι πρέπει να ψάλλετε», είπε και χάθηκε από μπροστά του.
Γυρνούσε ο γέροντας από την αγρυπνία κι από μακριά άκουγε το καλογέρι του να ψάλλει γλυκά τον ύμνο. Σαν έφτασε και μπήκε στο καλύβι, είδε τη χαραγμένη πλάκα, άκουσε όσα του είπε ο υποτακτικός του και κατάλαβε.
– Παιδί μου, σ΄ επισκέφτηκε ο άγγελος Γαβριήλ. Αυτός είναι που στέλνεται από τον Θεό για την Παναγιά μας!
Την πλάκα με τον ύμνο την αφιέρωσαν οι αγιορείτες μοναχοί στον Πατριάρχη, στην Κωνσταντινούπολη. Κι η εικόνα της Παναγιάς μας, εκείνου του κελιού των Εισοδίων, ονομάστηκε από τότε «Ἄξιον ἐστιν».
Η εικόνα αυτή, σήμερα φυλάσσεται στον ναό του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου