Ἀπόστολος Κυριακῆς 12 Αὐγούστου 2018, ΙΑ΄ ἐπιστολῶν (Α΄ Κορ. θ΄ 2-12)
Ἀδελφοί, ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; τὶς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; ἐν γὰρ τῷ Μωσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; ἢ δι’ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ’ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ’ ἐλπίδι. Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ’ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.
1. Ἀχαριστία καὶ ἀπόρριψη
Στὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπολογεῖται σὲ κάποιους Κορινθίους ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα. Λέει λοιπόν: Ἡ σφραγίδα μὲ τὴν ὁποία πιστοποιεῖται τὸ ἀποστολικό μου ἀξίωμα, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου εἶστε ἐσεῖς τοὺς ὁποίους ὁδήγησα στὸν Χριστό. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι κι ἐγὼ Ἀπόστολος σὰν τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ρωτῶ: Δὲν ἔχω κι ἐγὼ καὶ οἱ συνεργάτες μου τὸ δικαίωμα νὰ τρεφόμαστε ἀπ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ μαθητές μας; Δὲν ἔχουμε κι ἐμεῖς τὸ δικαίωμα νὰ ἔχουμε μαζί μας στὶς περιοδεῖες μας κάποια ἀδελφὴ γιὰ νὰ μᾶς διακονεῖ, ὅπως κάνουν καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι; Ἢ μήπως μόνο ἐγὼ κι ὁ Βαρνάβας πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε βιοποριστικά, γιὰ νὰ καλύπτουμε τὰ ἔξοδά μας; Εἴμαστε στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς Βασιλείας του. Ποιὸς παίρνει μέρος σὲ ἐκστρατεῖες μὲ δικά του ἔξοδα; Εἴμαστε ἀμπελουργοὶ ποὺ καλλιεργοῦμε τὸ πνευματικὸ ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Ποιὸς φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώει ἀπὸ τὸν καρπό του; Εἴμαστε οἱ ποιμένες σας, κι ἐσεῖς εἶστε τὰ λογικὰ πρόβατά μας. Ποιὸς φροντίζει ἕνα κοπάδι, καὶ δὲν πίνει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ ποιμνίου αὐτοῦ;
Γιατί ὅμως τὰ γράφει ὅλα αὐτὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Διότι κάποιοι Κορίνθιοι ἀντὶ νὰ ἐκτιμοῦν τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν ἀνιδιοτέλειά του, ἔψαχναν ἀφορμὴ νὰ τὸν κατηγορήσουν. Κι ἰσχυρίζονταν ὅτι αὐτὸς δὲν δεχόταν χρήματα καὶ ἄλλα ἀγαθὰ ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, διότι δὲν αἰσθανόταν ὁ ἴδιος ἴσος μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος ἀναγκάζεται νὰ διακηρύξει τὴ γνησιότητα τοῦ ἀποστολικοῦ του ἀξιώματος. Ταυτόχρονα ὅμως μέσα ἀπὸ τὴν ἀπολογία του αὐτὴ φανερώνει ἐμμέσως τὴν ἀχαριστία καὶ τὴν περιφρόνηση ποὺ ἀντιμετώπιζε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ τόση αὐταπάρνηση ὑπηρέτησε. Αὐτὸς τοὺς ἔδωσε τὰ πάντα, κι αὐτοὶ τὸν ἀμφισβητοῦσαν. Αὐτὸς ἐργάστηκε ἀνάμεσά τους τόσα χρόνια, χωρὶς νὰ τοὺς ζητήσει οὔτε ἕνα κομμάτι ψωμί· κι ὅμως αὐτοὶ ἐκμεταλλεύτηκαν κι αὐτὸ ἀκό-μη τὸ γεγονὸς γιὰ νὰ τὸν συκοφαντήσουν.
Ἂς διδαχθοῦμε λοιπὸν ὅλοι μας ἀπὸ ὅλα αὐτά. Διότι ἐὰν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀντιμετώπισε τόση ἀχαριστία καὶ περιφρόνηση, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς εἶναι πιθανὸν νὰ ἀντιμετωπίσουμε τέτοιου εἴδους πειρασμούς; Νὰ μᾶς δείξουν δηλαδὴ ἀχαριστία, νὰ μᾶς ἀδικήσουν καὶ νὰ μᾶς ἀπορρίψουν ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς εὐεργετήσαμε· κάποτε καὶ συγγενικά μας πρόσωπα καὶ πολὺ ἀγαπητά. Εἶναι βέβαια πολὺ μεγάλος τέτοιος πειρασμὸς καὶ δύσκολος ὁ ἀγώνας. Πρέπει ὅμως κι ἐμεῖς, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νὰ μάθουμε νὰ σηκώνουμε τέτοιους μεγάλους σταυρούς, ὅταν τοὺς ἐπιτρέψει ὁ Θεός, χωρὶς γογγυσμοὺς καὶ πικρίες ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση.
2. Ἐκούσια πτωχεία
Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος τεκμηριώνει τὸ δικαίωμα τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου νὰ τρέφονται ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν, μὲ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Λέει λοιπόν: Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω μήπως δὲν τὰ γράφει καὶ ὁ Νόμος; Εἶναι γραμμένο στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο τὸ ἑξῆς: Δὲν θὰ κλείσεις μὲ φίμωτρο τὸ στόμα τοῦ βοδιοῦ ποὺ ἁλωνίζει. Καὶ ρωτᾶ: Μήπως γιὰ τὰ βόδια νοιάζεται ὁ Θεός; Γιὰ μᾶς τὰ λέει!
Διότι γιὰ μᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτες ἔχει γραφεῖ ὅτι ὁ γεωργὸς ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ τὴ γῆ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀπολαύσει καὶ τὴ σοδειά. Κι ἐκεῖνος ποὺ ἁλωνίζει, πρέπει νὰ ἀπολαύσει καὶ τὸν καρπὸ ποὺ μὲ ἐλπίδα περιμένει νὰ ἀποκτήσει.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, συνεχίζει ὁ θεῖος Παῦλος, ὑπήρξαμε ἀνάμεσά σας πνευματικοὶ καλλιεργητές. Ἐὰν λοιπὸν ἐμεῖς σπείραμε στὶς καρδιές σας τὸν πνευματικὸ σπόρο τῆς ἀλήθειας καὶ σᾶς μεταδώσαμε πνευματικὰ χαρίσματα, σᾶς φαίνεται πολύ, ἂν θερίσουμε κάποια ὑλικὰ ἀγαθά σας; Κι ἂν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὰ δικαιώματα ποὺ τοὺς δίνει ὁ Nόμος, δὲν δικαιούμαστε νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ πολὺ περισσότερο καὶ ἐμεῖς; Ἐμεῖς ὅμως δὲν κάναμε χρήση τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν. Ἀλλὰ ὑποφέρουμε κάθε εἴδους στερήσεις, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε τὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Μᾶς προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐνῶ τεκμηριώνει τὸ δικαίωμα τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ζοῦν ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν, στὴ συνέχεια τονίζει ὅτι ὁ ἴδιος δὲν ἔκανε ποτὲ χρήση τοῦ δικαιώματός του. Ἐνῶ εἶχε κάθε δικαίωμα νὰ δέχεται τὴν τροφή του ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ποὺ θὰ τὸν φιλοξενοῦσαν, σύμφωνα μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ Κυρίου, αὐτὸς γιὰ νὰ ὠφελήσει περισσότερο τοὺς πιστοὺς δὲν ἐπιβάρυνε κανένα, ἀλλὰ ἐργαζόταν μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια. Προτίμησε νὰ ζεῖ μέσα σὲ στερήσεις καὶ ἀνέχεια, καὶ ὑπέφερε συχνὰ ἀπὸ πείνα καὶ δίψα καὶ γυμνότητα, προκειμένου νὰ μὴν ἐπιβαρύνει κανένα.
Μὲ τὴ στάση του αὐτὴ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος μᾶς ἔδωσε ἕνα πολὺ μεγάλο μάθημα: ὅτι οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλὰ καὶ γενικότερα ὅλοι οἱ πιστοὶ θὰ πρέπει νὰ ζοῦμε μιὰ ζωὴ μετρημένη καὶ φτωχική, συνετὴ καὶ ἁπλή. Νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε μὲ πλεονεξία τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μὲ λιτότητα, ἀκόμη κι ὅταν μποροῦμε νὰ ζήσουμε μὲ ἀνέσεις καὶ πλούτη. Αὐτὸ εἶναι τὸ φρόνημα καὶ τὸ βίωμα ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Βίωμα ἀσκήσεως καὶ μετρημένης ζωῆς. Ἂς τοὺς μιμηθοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς. Μιὰ ἁπλὴ καὶ μετρημένη ζωὴ ἔχει νὰ προσφέρει μεγάλη πνευματικὴ οἰκοδομὴ καὶ ἀνυπολόγιστα πνευματικὰ ἀγαθὰ καὶ σὲ μᾶς καὶ στοὺς γύρω μας.
Εὐαγγέλιον Κυριακῆς 12 Αὐγούστου 2018+-, ΙΑ΄ Ματθαίου (Ματθ. ιη΄ 23-35)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
Ἀδελφοί, ἡ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ. ἡ ἐμὴ ἀπολογία τοῖς ἐμὲ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί. Μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν φαγεῖν καὶ πιεῖν; μὴ οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν ἀδελφὴν γυναῖκα περιάγειν, ὡς καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου καὶ Κηφᾶς; ἢ μόνος ἐγὼ καὶ Βαρνάβας οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν τοῦ μὴ ἐργάζεσθαι; τίς στρατεύεται ἰδίοις ὀψωνίοις ποτέ; τὶς φυτεύει ἀμπελῶνα καὶ ἐκ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ οὐκ ἐσθίει; ἢ τίς ποιμαίνει ποίμνην καὶ ἐκ τοῦ γάλακτος τῆς ποίμνης οὐκ ἐσθίει; Μὴ κατὰ ἄνθρωπον ταῦτα λαλῶ; ἢ οὐχὶ καὶ ὁ νόμος ταῦτα λέγει; ἐν γὰρ τῷ Μωσέως νόμῳ γέγραπται· οὐ φιμώσεις βοῦν ἀλοῶντα. μὴ τῶν βοῶν μέλει τῷ Θεῷ; ἢ δι’ ἡμᾶς πάντως λέγει; δι’ ἡμᾶς γὰρ ἐγράφη, ὅτι ἐπ’ ἐλπίδι ὀφείλει ὁ ἀροτριῶν ἀροτριᾶν, καὶ ὁ ἀλοῶν τῆς ἐλπίδος αὐτοῦ μετέχειν ἐπ’ ἐλπίδι. Εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; εἰ ἄλλοι τῆς ἐξουσίας ὑμῶν μετέχουσιν, οὐ μᾶλλον ἡμεῖς; ἀλλ’ οὐκ ἐχρησάμεθα τῇ ἐξουσίᾳ ταύτῃ, ἀλλὰ πάντα στέγομεν, ἵνα μὴ ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.
1. Ἀχαριστία καὶ ἀπόρριψη
Στὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀπολογεῖται σὲ κάποιους Κορινθίους ποὺ ἀμφισβητοῦσαν τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα. Λέει λοιπόν: Ἡ σφραγίδα μὲ τὴν ὁποία πιστοποιεῖται τὸ ἀποστολικό μου ἀξίωμα, μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου εἶστε ἐσεῖς τοὺς ὁποίους ὁδήγησα στὸν Χριστό. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶμαι κι ἐγὼ Ἀπόστολος σὰν τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ρωτῶ: Δὲν ἔχω κι ἐγὼ καὶ οἱ συνεργάτες μου τὸ δικαίωμα νὰ τρεφόμαστε ἀπ’ αὐτὰ ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ μαθητές μας; Δὲν ἔχουμε κι ἐμεῖς τὸ δικαίωμα νὰ ἔχουμε μαζί μας στὶς περιοδεῖες μας κάποια ἀδελφὴ γιὰ νὰ μᾶς διακονεῖ, ὅπως κάνουν καὶ οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι; Ἢ μήπως μόνο ἐγὼ κι ὁ Βαρνάβας πρέπει νὰ ἐργαζόμαστε βιοποριστικά, γιὰ νὰ καλύπτουμε τὰ ἔξοδά μας; Εἴμαστε στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς Βασιλείας του. Ποιὸς παίρνει μέρος σὲ ἐκστρατεῖες μὲ δικά του ἔξοδα; Εἴμαστε ἀμπελουργοὶ ποὺ καλλιεργοῦμε τὸ πνευματικὸ ἀμπέλι τοῦ Χριστοῦ. Ποιὸς φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώει ἀπὸ τὸν καρπό του; Εἴμαστε οἱ ποιμένες σας, κι ἐσεῖς εἶστε τὰ λογικὰ πρόβατά μας. Ποιὸς φροντίζει ἕνα κοπάδι, καὶ δὲν πίνει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ ποιμνίου αὐτοῦ;
Γιατί ὅμως τὰ γράφει ὅλα αὐτὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος; Διότι κάποιοι Κορίνθιοι ἀντὶ νὰ ἐκτιμοῦν τὴν αὐταπάρνηση καὶ τὴν ἀνιδιοτέλειά του, ἔψαχναν ἀφορμὴ νὰ τὸν κατηγορήσουν. Κι ἰσχυρίζονταν ὅτι αὐτὸς δὲν δεχόταν χρήματα καὶ ἄλλα ἀγαθὰ ἀπὸ τοὺς πιστούς, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, διότι δὲν αἰσθανόταν ὁ ἴδιος ἴσος μὲ τοὺς Ἀποστόλους. Γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος ἀναγκάζεται νὰ διακηρύξει τὴ γνησιότητα τοῦ ἀποστολικοῦ του ἀξιώματος. Ταυτόχρονα ὅμως μέσα ἀπὸ τὴν ἀπολογία του αὐτὴ φανερώνει ἐμμέσως τὴν ἀχαριστία καὶ τὴν περιφρόνηση ποὺ ἀντιμετώπιζε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ τόση αὐταπάρνηση ὑπηρέτησε. Αὐτὸς τοὺς ἔδωσε τὰ πάντα, κι αὐτοὶ τὸν ἀμφισβητοῦσαν. Αὐτὸς ἐργάστηκε ἀνάμεσά τους τόσα χρόνια, χωρὶς νὰ τοὺς ζητήσει οὔτε ἕνα κομμάτι ψωμί· κι ὅμως αὐτοὶ ἐκμεταλλεύτηκαν κι αὐτὸ ἀκό-μη τὸ γεγονὸς γιὰ νὰ τὸν συκοφαντήσουν.
Ἂς διδαχθοῦμε λοιπὸν ὅλοι μας ἀπὸ ὅλα αὐτά. Διότι ἐὰν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀντιμετώπισε τόση ἀχαριστία καὶ περιφρόνηση, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς εἶναι πιθανὸν νὰ ἀντιμετωπίσουμε τέτοιου εἴδους πειρασμούς; Νὰ μᾶς δείξουν δηλαδὴ ἀχαριστία, νὰ μᾶς ἀδικήσουν καὶ νὰ μᾶς ἀπορρίψουν ἀκόμη καὶ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς εὐεργετήσαμε· κάποτε καὶ συγγενικά μας πρόσωπα καὶ πολὺ ἀγαπητά. Εἶναι βέβαια πολὺ μεγάλος τέτοιος πειρασμὸς καὶ δύσκολος ὁ ἀγώνας. Πρέπει ὅμως κι ἐμεῖς, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, νὰ μάθουμε νὰ σηκώνουμε τέτοιους μεγάλους σταυρούς, ὅταν τοὺς ἐπιτρέψει ὁ Θεός, χωρὶς γογγυσμοὺς καὶ πικρίες ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση.
2. Ἐκούσια πτωχεία
Στὴ συνέχεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος τεκμηριώνει τὸ δικαίωμα τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου νὰ τρέφονται ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν, μὲ χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Λέει λοιπόν: Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω μήπως δὲν τὰ γράφει καὶ ὁ Νόμος; Εἶναι γραμμένο στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο τὸ ἑξῆς: Δὲν θὰ κλείσεις μὲ φίμωτρο τὸ στόμα τοῦ βοδιοῦ ποὺ ἁλωνίζει. Καὶ ρωτᾶ: Μήπως γιὰ τὰ βόδια νοιάζεται ὁ Θεός; Γιὰ μᾶς τὰ λέει!
Διότι γιὰ μᾶς τοὺς πνευματικοὺς ἐργάτες ἔχει γραφεῖ ὅτι ὁ γεωργὸς ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ τὴ γῆ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀπολαύσει καὶ τὴ σοδειά. Κι ἐκεῖνος ποὺ ἁλωνίζει, πρέπει νὰ ἀπολαύσει καὶ τὸν καρπὸ ποὺ μὲ ἐλπίδα περιμένει νὰ ἀποκτήσει.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, συνεχίζει ὁ θεῖος Παῦλος, ὑπήρξαμε ἀνάμεσά σας πνευματικοὶ καλλιεργητές. Ἐὰν λοιπὸν ἐμεῖς σπείραμε στὶς καρδιές σας τὸν πνευματικὸ σπόρο τῆς ἀλήθειας καὶ σᾶς μεταδώσαμε πνευματικὰ χαρίσματα, σᾶς φαίνεται πολύ, ἂν θερίσουμε κάποια ὑλικὰ ἀγαθά σας; Κι ἂν ἄλλοι χρησιμοποιοῦν τὰ δικαιώματα ποὺ τοὺς δίνει ὁ Nόμος, δὲν δικαιούμαστε νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ πολὺ περισσότερο καὶ ἐμεῖς; Ἐμεῖς ὅμως δὲν κάναμε χρήση τῶν δικαιωμάτων μας αὐτῶν. Ἀλλὰ ὑποφέρουμε κάθε εἴδους στερήσεις, γιὰ νὰ μὴ βάλουμε τὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου.
Μᾶς προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐνῶ τεκμηριώνει τὸ δικαίωμα τῶν ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου νὰ ζοῦν ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν, στὴ συνέχεια τονίζει ὅτι ὁ ἴδιος δὲν ἔκανε ποτὲ χρήση τοῦ δικαιώματός του. Ἐνῶ εἶχε κάθε δικαίωμα νὰ δέχεται τὴν τροφή του ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ποὺ θὰ τὸν φιλοξενοῦσαν, σύμφωνα μὲ τὴν ὁδηγία τοῦ Κυρίου, αὐτὸς γιὰ νὰ ὠφελήσει περισσότερο τοὺς πιστοὺς δὲν ἐπιβάρυνε κανένα, ἀλλὰ ἐργαζόταν μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια. Προτίμησε νὰ ζεῖ μέσα σὲ στερήσεις καὶ ἀνέχεια, καὶ ὑπέφερε συχνὰ ἀπὸ πείνα καὶ δίψα καὶ γυμνότητα, προκειμένου νὰ μὴν ἐπιβαρύνει κανένα.
Μὲ τὴ στάση του αὐτὴ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος μᾶς ἔδωσε ἕνα πολὺ μεγάλο μάθημα: ὅτι οἱ ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου ἀλλὰ καὶ γενικότερα ὅλοι οἱ πιστοὶ θὰ πρέπει νὰ ζοῦμε μιὰ ζωὴ μετρημένη καὶ φτωχική, συνετὴ καὶ ἁπλή. Νὰ μὴν ἐπιδιώκουμε μὲ πλεονεξία τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε μὲ λιτότητα, ἀκόμη κι ὅταν μποροῦμε νὰ ζήσουμε μὲ ἀνέσεις καὶ πλούτη. Αὐτὸ εἶναι τὸ φρόνημα καὶ τὸ βίωμα ὅλων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Βίωμα ἀσκήσεως καὶ μετρημένης ζωῆς. Ἂς τοὺς μιμηθοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς. Μιὰ ἁπλὴ καὶ μετρημένη ζωὴ ἔχει νὰ προσφέρει μεγάλη πνευματικὴ οἰκοδομὴ καὶ ἀνυπολόγιστα πνευματικὰ ἀγαθὰ καὶ σὲ μᾶς καὶ στοὺς γύρω μας.
Εὐαγγέλιον Κυριακῆς 12 Αὐγούστου 2018+-, ΙΑ΄ Ματθαίου (Ματθ. ιη΄ 23-35)
Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ’ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι. ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με· οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν.
«Οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα;»
Ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τὴν Παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων. Ἕνας δοῦλος, δηλαδὴ ὁ κάθε ἄνθρωπος, χρωστοῦσε στὸ βασιλιά του, δηλαδὴ στὸ Θεό, «μύρια τάλαντα», 10.000 τάλαντα, ἀμύθητο ποσό, ποὺ δηλώνει τὶς πολλές του ἁμαρτίες. Ὁ δοῦλος παρακάλεσε τὸν βασιλιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὸ χρέος· πράγματι ὁ βασιλιὰς τὸν σπλαχνίσθηκε καὶ τοῦ τὸ χάρισε. Ὅμως ὁ δοῦλος ἐκεῖνος δὲν ἔδειξε ἀνάλογη συμπάθεια σὲ σύνδουλό του ποὺ τοῦ χρωστοῦσε 100 δηνάρια, ποσὸ συγκριτικὰ ἀσήμαντο, ἀλλὰ τὸν ἔβαλε στὴ φυλακή. Τότε ὁ βασιλιὰς ὀργίστηκε, ἄλλαξε τὴν ἀπόφασή του καὶ παρέδωσε τὸν ἄσπλαχνο δοῦλο στοὺς βασανιστὲς μέχρι νὰ ξεπληρώσει τὸ χρέος του. Τὸ δίδαγμα τῆς Παραβολῆς εἶναι ἡ ἀπεριόριστη συγχώρηση, δηλαδὴ τὸ νὰ συγχωροῦμε πάντοτε ὅποιον μᾶς ἔχει φταίξει, ὅσες φορὲς κι ἂν μᾶς ἔχει φταίξει. Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅμως καλύτερα τὴν Παραβολή, ἂς δοῦμε γιατί οἱ ἁμαρτίες τοῦ κάθε ἀνθρώπου παρομοιάζονται μὲ ὑπέρογκο χρέος καὶ πόσο σημαντικὸ εἶναι νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους.
1. Ὅλοι εἴμαστε πολὺ ἁμαρτωλοὶ
Πολλοὶ θεωροῦν ὅτι δὲν ἔχουν ἁμαρτίες. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως ἄλλα μᾶς διδάσκει. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος τονίζει ὅτι «πολλὰ πταίομεν ἅπαντες» (Ἰακ. γ´ 2). Ὅλοι – συμπεριλαμβάνει καὶ τὸν ἑαυτό του ὁ Ἅγιος – ὅλοι ἀνεξαιρέτως φταῖμε σὲ πολλά. «Πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», διδάσκει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. γ´ 23). Ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἁμάρτησαν καὶ στεροῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ· καὶ ἑπομένως ἔχουν ἀνάγκη ἐλέους.
Ἀλλὰ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Ἰὼβ διερωτᾶται: «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου;» Ποιὸς θὰ βρεθεῖ καθαρὸς ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας; Καὶ ἀπαντᾶ: Κανείς, ἀκόμη κι ἂν ζοῦσε μόνο μιὰ μέρα πάνω στὴ γῆ (Ἰὼβ ιδ´ 4-5).
Ἀκόμη στὴ Γένεση διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς μετὰ τὸν Κατακλυσμὸ ἀποφάσισε: Δὲν θὰ ἐπιφέρω ξανὰ τέτοια ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ στὸ ἀνθρώπινο γένος, «ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ»· διότι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ρέπει μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια στὸ κακὸ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία (Γεν. η´ 21)· καὶ ἑπομένως θὰ ἔπρεπε συχνὰ νὰ τιμωρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Ἐπίσης ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει στὰ «Ἀσκητικά» του ὅτι «πολλὰ ἁμαρτάνοντες, τὰ πλεῖστα οὔτε συνίεμεν»· κάνουμε πολλὲς ἁμαρτίες, καὶ τὶς περισσότερες οὔτε ποὺ καταλαβαίνουμε ὅτι τὶς διαπράττουμε (ΕΠΕ 9, 404). Ὅλοι λοιπὸν εἴμαστε πολὺ ἁμαρτωλοί· Ἐπιπλέον τὴν ἐνοχή μας αὐξάνει ἀσύλληπτα τὸ ὅτι δὲν ἁμαρτάνουμε σ᾿ ἕναν ἴσο μὲ ἐμᾶς ἀλλὰ στὸν ἄπειρο Θεό.
2. Ἂν δὲν συγχωροῦμε, δὲν θὰ σωθοῦμε
Λοιπὸν τί θὰ κάνουμε; Πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ τεράστιο αὐτὸ χρέος καὶ τὶς φοβερὲς συνέπειές του, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση; Ὑπάρχει λύση στὸ πρόβλημα, ἀνέλπιστη λύση. Τὴν ἀκούσαμε στὴν Παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων. Μᾶς τὴν προτείνει ὁ εὐσπλαχνικότατος Κύριός μας: «Ἂν συγχωρεῖς μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου ὅσους σοῦ φταῖνε, ἐγὼ θὰ σοῦ συγχωρήσω ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ὅσο πολλὰ κι ἂν εἶναι αὐτά». Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει ὁ Κύριος: «Μοῦ χρωστᾶς 100.000.000 εὐρώ. Θὰ σοῦ τὰ χαρίσω ὅλα· ὑπὸ μία ὅμως προϋπόθεση: νὰ χαρίσεις κι ἐσὺ τὰ χρέη τῶν ἄλλων πρὸς ἐσένα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀσυγκρίτως μικρότερα, 10, 20, 100 εὐρώ!»
Τί συμφέρουσα πρόταση! Τί ἐπιείκεια, τί ἔλεος ἐφαρμόζει ὁ Κύριος ἀπέναντί μας! Ἂν συνέβαινε αὐτὸ μὲ οἰκονομικὸ χρέος, θὰ τὸ θεωρούσαμε καταπληκτικὴ εὐκαιρία. Καὶ ὅμως ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα μας συνήθως δυσκολευόμαστε οἱ ἄνθρωποι νὰ συγχωρήσουμε, καὶ μάλιστα μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας, νὰ ξεχάσουμε τελείως τὸ κακὸ ποὺ μᾶς ἔκαναν!
Ἂν ὅμως εἶναι τόσο σημαντικὸ νὰ συγχωροῦμε, πῶς θὰ τὸ κατορθώσουμε; Νὰ θυμόμαστε πάντοτε τὴν Παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων. Καὶ νὰ σκεφτόμαστε: Ὁ ἀναμάρτητος Χριστὸς μὲ συγχωρεῖ γιὰ τὶς ἀναρίθμητες ἁμαρτίες μου, καὶ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν συγχωρῶ τὸν συνάνθρωπό μου; Καὶ πῶς περιμένω νὰ βρῶ ἔλεος; Νὰ συγχωροῦμε, ἂν ὄχι ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον, τουλάχιστον ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ δική μας σωτηρία – εἶναι κι αὐτὸ ἕνα πρῶτο βῆμα. Τέλος νὰ καλλιεργοῦμε τὴ μετάνοια. Ὅποιος συναισθάνεται πόσο ἁμαρτωλὸς εἶναι, εὔκολα συγχωρεῖ.
Πηγή: ο Σωτήρ
Ἀκούσαμε στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τὴν Παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων. Ἕνας δοῦλος, δηλαδὴ ὁ κάθε ἄνθρωπος, χρωστοῦσε στὸ βασιλιά του, δηλαδὴ στὸ Θεό, «μύρια τάλαντα», 10.000 τάλαντα, ἀμύθητο ποσό, ποὺ δηλώνει τὶς πολλές του ἁμαρτίες. Ὁ δοῦλος παρακάλεσε τὸν βασιλιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὸ χρέος· πράγματι ὁ βασιλιὰς τὸν σπλαχνίσθηκε καὶ τοῦ τὸ χάρισε. Ὅμως ὁ δοῦλος ἐκεῖνος δὲν ἔδειξε ἀνάλογη συμπάθεια σὲ σύνδουλό του ποὺ τοῦ χρωστοῦσε 100 δηνάρια, ποσὸ συγκριτικὰ ἀσήμαντο, ἀλλὰ τὸν ἔβαλε στὴ φυλακή. Τότε ὁ βασιλιὰς ὀργίστηκε, ἄλλαξε τὴν ἀπόφασή του καὶ παρέδωσε τὸν ἄσπλαχνο δοῦλο στοὺς βασανιστὲς μέχρι νὰ ξεπληρώσει τὸ χρέος του. Τὸ δίδαγμα τῆς Παραβολῆς εἶναι ἡ ἀπεριόριστη συγχώρηση, δηλαδὴ τὸ νὰ συγχωροῦμε πάντοτε ὅποιον μᾶς ἔχει φταίξει, ὅσες φορὲς κι ἂν μᾶς ἔχει φταίξει. Γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅμως καλύτερα τὴν Παραβολή, ἂς δοῦμε γιατί οἱ ἁμαρτίες τοῦ κάθε ἀνθρώπου παρομοιάζονται μὲ ὑπέρογκο χρέος καὶ πόσο σημαντικὸ εἶναι νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους.
1. Ὅλοι εἴμαστε πολὺ ἁμαρτωλοὶ
Πολλοὶ θεωροῦν ὅτι δὲν ἔχουν ἁμαρτίες. Ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅμως ἄλλα μᾶς διδάσκει. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος τονίζει ὅτι «πολλὰ πταίομεν ἅπαντες» (Ἰακ. γ´ 2). Ὅλοι – συμπεριλαμβάνει καὶ τὸν ἑαυτό του ὁ Ἅγιος – ὅλοι ἀνεξαιρέτως φταῖμε σὲ πολλά. «Πάντες ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», διδάσκει καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ρωμ. γ´ 23). Ὅλοι ἀνεξαιρέτως ἁμάρτησαν καὶ στεροῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ· καὶ ἑπομένως ἔχουν ἀνάγκη ἐλέους.
Ἀλλὰ καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Ἰὼβ διερωτᾶται: «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου;» Ποιὸς θὰ βρεθεῖ καθαρὸς ἀπὸ τὸν ρύπο τῆς ἁμαρτίας; Καὶ ἀπαντᾶ: Κανείς, ἀκόμη κι ἂν ζοῦσε μόνο μιὰ μέρα πάνω στὴ γῆ (Ἰὼβ ιδ´ 4-5).
Ἀκόμη στὴ Γένεση διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς μετὰ τὸν Κατακλυσμὸ ἀποφάσισε: Δὲν θὰ ἐπιφέρω ξανὰ τέτοια ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ στὸ ἀνθρώπινο γένος, «ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ»· διότι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ρέπει μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια στὸ κακὸ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία (Γεν. η´ 21)· καὶ ἑπομένως θὰ ἔπρεπε συχνὰ νὰ τιμωρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν τους.
Ἐπίσης ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει στὰ «Ἀσκητικά» του ὅτι «πολλὰ ἁμαρτάνοντες, τὰ πλεῖστα οὔτε συνίεμεν»· κάνουμε πολλὲς ἁμαρτίες, καὶ τὶς περισσότερες οὔτε ποὺ καταλαβαίνουμε ὅτι τὶς διαπράττουμε (ΕΠΕ 9, 404). Ὅλοι λοιπὸν εἴμαστε πολὺ ἁμαρτωλοί· Ἐπιπλέον τὴν ἐνοχή μας αὐξάνει ἀσύλληπτα τὸ ὅτι δὲν ἁμαρτάνουμε σ᾿ ἕναν ἴσο μὲ ἐμᾶς ἀλλὰ στὸν ἄπειρο Θεό.
2. Ἂν δὲν συγχωροῦμε, δὲν θὰ σωθοῦμε
Λοιπὸν τί θὰ κάνουμε; Πῶς θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ τεράστιο αὐτὸ χρέος καὶ τὶς φοβερὲς συνέπειές του, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση; Ὑπάρχει λύση στὸ πρόβλημα, ἀνέλπιστη λύση. Τὴν ἀκούσαμε στὴν Παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων. Μᾶς τὴν προτείνει ὁ εὐσπλαχνικότατος Κύριός μας: «Ἂν συγχωρεῖς μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου ὅσους σοῦ φταῖνε, ἐγὼ θὰ σοῦ συγχωρήσω ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ὅσο πολλὰ κι ἂν εἶναι αὐτά». Μὲ ἄλλα λόγια εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει ὁ Κύριος: «Μοῦ χρωστᾶς 100.000.000 εὐρώ. Θὰ σοῦ τὰ χαρίσω ὅλα· ὑπὸ μία ὅμως προϋπόθεση: νὰ χαρίσεις κι ἐσὺ τὰ χρέη τῶν ἄλλων πρὸς ἐσένα, τὰ ὁποῖα εἶναι ἀσυγκρίτως μικρότερα, 10, 20, 100 εὐρώ!»
Τί συμφέρουσα πρόταση! Τί ἐπιείκεια, τί ἔλεος ἐφαρμόζει ὁ Κύριος ἀπέναντί μας! Ἂν συνέβαινε αὐτὸ μὲ οἰκονομικὸ χρέος, θὰ τὸ θεωρούσαμε καταπληκτικὴ εὐκαιρία. Καὶ ὅμως ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα μας συνήθως δυσκολευόμαστε οἱ ἄνθρωποι νὰ συγχωρήσουμε, καὶ μάλιστα μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας, νὰ ξεχάσουμε τελείως τὸ κακὸ ποὺ μᾶς ἔκαναν!
Ἂν ὅμως εἶναι τόσο σημαντικὸ νὰ συγχωροῦμε, πῶς θὰ τὸ κατορθώσουμε; Νὰ θυμόμαστε πάντοτε τὴν Παραβολὴ τῶν μυρίων ταλάντων. Καὶ νὰ σκεφτόμαστε: Ὁ ἀναμάρτητος Χριστὸς μὲ συγχωρεῖ γιὰ τὶς ἀναρίθμητες ἁμαρτίες μου, καὶ ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν συγχωρῶ τὸν συνάνθρωπό μου; Καὶ πῶς περιμένω νὰ βρῶ ἔλεος; Νὰ συγχωροῦμε, ἂν ὄχι ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον, τουλάχιστον ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ δική μας σωτηρία – εἶναι κι αὐτὸ ἕνα πρῶτο βῆμα. Τέλος νὰ καλλιεργοῦμε τὴ μετάνοια. Ὅποιος συναισθάνεται πόσο ἁμαρτωλὸς εἶναι, εὔκολα συγχωρεῖ.
***
Ἡ ἀνεξικακία εἶναι πολὺ μεγάλη ἀρετή. Μᾶς ἐξομοιώνει μὲ τὸν Θεό, ὁ Ὁποῖος συνέχεια συγχωρεῖ ὅσους μετανοοῦν καὶ ἐλεεῖ ὅλους. Αὐτὴ μᾶς ἀνοίγει τὸν Παράδεισο. Εἶναι ἡ αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν, γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καθὼς ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ σὲ γαλήνιο λιμάνι (ΕΠΕ 28, 170). Νὰ τὴν ἀγαπήσουμε καὶ νὰ παρακαλοῦμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς τὴν χαρίζει, ὥστε νὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς Βασιλείας Του, ὅπου ἐπικρατεῖ ἡ ἀπέραντη ἀγάπη καὶ μακαριότητα.Πηγή: ο Σωτήρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου